Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Νίκος Κακαγιάς
Αχάραγα ξεκινήσαμε, μια χούφτα άνθρωποι ζωσμένοι με μηχανές, φακούς και λαχτάρα. Ανεξήγητη αυτή η λαχτάρα, ίδια κάθε φορά να μας σπρώχνει. «Ανατολή πρέπει να μας βρει στο Σημείο Μηδέν του Λουδία» είπε ο Δημοσθένης που ΄ναι και ο μέγας συναξαριστής. Ανατολή και ήμασταν εκεί, σε μια τοποθεσία όπου «αἱ γνῶμαι διΐστανται» ως προς την ονομασία της. Η επικρατέστερη λέει ότι η στάθμη των νερών έχει το ίδιο σχεδόν ύψος με την επιφάνεια της θάλασσας, αφού έχουν διαφορά μόνο 30 εκατοστά και για αυτό λέγεται «Σημείο Μηδέν». Από εκεί κατευθυνθήκαμε στο στρατιωτικό Βρετανικό κοιμητήριο, στις παρυφές του Πολυκάστρου με τον ήλιο να μας κάνει νάζια. Περιποιημένο, καθαρό και περιτριγυρισμένο με χαμηλό πέτρινο τοιχίο, περιμένει εδώ και εκατό χρόνια σχεδόν, τους επισκέπτες για την απότιση τιμής στους πεσόντες. Μικροί ορθογώνιοι κυβόλιθοι με τα στοιχεία σχεδόν 1500 ανθρώπων που έπεσαν, είναι η μαρτυρία της συλλογικής παράνοιας που ταλανίζει την ανθρώπινη παρουσία στο διηνεκές. Φύγαμε από ‘κει τραβώντας κάποιες φωτογραφίες και με μια περίεργη ανατριχίλα στα ζνίχια μας. «Η πρωινή ψύχρα θα φταίει», είπε κάποιος μονολογώντας και οι υπόλοιποι σωπάσαμε.
Ξαναβρήκαμε την μιλιά μας σαν αρχίσαμε την ανηφόρα στις ανατολικές υπώρειες του Πάϊκου, με την κοιλάδα της Αξιούπολης στα δεξιά μας. «Σκρά», η επόμενη στάση. Παλιό χωριό, με πρώτη αναφορά σαν «Λούμνιτσα» που ήταν δεξαμενή αγωνιστών σε όλους τους αγώνες με Οθωμανούς και Βουλγάρους. Τελευταία και σπουδαιότερη, η μάχη του. Απαράμιλλη ανδρεία μέχρι αποκοτιάς από τους επιτιθέμενους Έλληνες, που με την λόγχη στο χέρι διαπέρασαν την γραμμή άμυνας των Βουλγάρων και μετά από σχεδόν δεκάωρη μάχη την 17η Μαΐου του 1918, κατέλαβαν την οχυρή θέση. Διθύραμβοι από τον Γάλλο αρχιστράτηγο και καμιά εξακοσαριά Έλληνες από τους 14500, δεν ξαναείδαν το φως του ήλιου. Ούτε εμείς το είδαμε σαν τραβήξαμε βαθειά, στην δασωμένη κοιλάδα με τους καταρράκτες και την περιβόητη «γαλάζια λίμνη». Δύσκολες οι φωτογραφικές συνθήκες, μα σαν κάτι άλλους ατρόμητους κάποτε, δεν το βάλαμε κάτω. Είχαμε και ένα, κάποιο προβληματάκι βέβαια, με την κατηφόρα που ΄γινε ανηφόρα στον ερχομό, αλλά είπαμε… «…Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Βόρεια η κατεύθυνση πια, παρακάμπτοντας το βορεινό όριο του «Πάϊκου». Η «Τζένα» και το «Πίνοβο» πρόβαλαν απειλητικά και χιονοσκεπασμένα, ανάμεσα στους σωρείτες που άνοιγαν, για να φανεί επιτέλους ο ακριβοθώρητος ήλιος. Χάνεις τέτοιες στιγμές; Στο «πήδημα της Γριάς» σταματήσαμε και απαθανατίσαμε ότι έβλεπαν τα έκπληκτα μάτια μας. Το κρύο ψηλά το ΄νιωθες κάπως και οι παγωμένες επιφάνειες στις γκιόλες, είχαν φωτογραφικό ενδιαφέρον. Είχαμε πια κατεύθυνση αριστερά και μπροστά μας δέσποζε ο φοβερός όγκος του κατάλευκου «Βόρα». Αφήσαμε υποθήκες για μελλοντική επίσκεψη και φτάσαμε στο πάλαι ποτέ κεφαλοχώρι. «Αρχάγγελος» όνομα και πράγμα. Παλιό Βλαχομογλενίτικο χωριό με ιστορία, που τώρα πια δεν ξεπερνά τους 500 νοματαίους. Είπαμε πολλά, με τους φιλόξενους κατοίκους στο καφενείο στην πλατεία και γευτήκαμε το αρωματικότερο τσάϊ βουνού που υπάρχει. Η ώρα άρχισε τα παιχνίδια της και ο δρόμος πολύς μπροστά δεν μας άφησαν εν τέλει, να πάμε στο μοναστήρι.
Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση νότια στα υψίπεδα του Πάϊκου με θέα σ΄όλη την αλπική ζώνη που στραφτάλιαζε χιονισμένη στο εκτυφλωτικό φως. Ο Χάρης κατέβηκε εκστασιασμένος, κι άρχισε πεζοπορώντας να μονολογά. Κάτι για σινεμά ξεφούρνιζε, κάτι για καουμπόηδες με τα κοπάδια τους στα χιόνια και οι υπόλοιποι φώναζαν το κατόπι του «…Ρε Χάρη δεν μας ακούς που σου μιλάμε, θα αργήσουμε». Η τέχνη τον κυρίεψε κι έψαχνε να βρει τη ματιά του. Σχεδόν έφτασε με τα πόδια στα «Λιβάδια» και μεις βαλθήκαμε να προφτάσουμε ό,τι προφταίνεται, με τα ποδάρια βουτηγμένα στο χιόνι και ένα γέλιο σαν κάποτε. Το χιόνι το αφήσαμε με το γέλιο μας να αντηχεί στις πλαγιές σαν παρακαταθήκη και σαν υπόσχεση, η ομάδα αυτή με το πρόσχημα της φωτογραφίας να ανακαλύπτει τα νάματα που οδηγούν στην αλήθεια.