Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Χάρης Πουρουζίδης
Πρώτη μας στάση το Gotse Delchev στην κοιλάδα που αποκαλύφθηκε μόλις καβαντζάραμε τις υπώρειες των δυτικών πρανών της Ροδόπης και η ματιά μας άνοιξε στην κορυφή του αυχένα.
Η κοιλάδα του κάποτε άνω Νευροκοπίου έχει στα ανατολικά της την βόρεια πλευρά της Ροδόπης και οριοθετείται βόρεια και δυτικά από την οροσειρά του επίσης χιονoσκεπούς Pirin και του Όρβηλου. Η ίδια η πόλη που αριθμεί περί τις είκοσι χιλιάδες ψυχές, αποτελεί κλασικό δείγμα σοσιαλιστικής αισθητικής, με λίγα εναπομείναντα κτίρια νεοκλασικού τύπου και ακόμη λιγότερα, παραδοσιακά βαλκανικής τεχνοτροπίας. Ο αέρας της καθαρός και οι άνθρωποι της λιγοστοί παρά το πρωινό του Σαββάτου. Η αγορά με λίγα διάσπαρτα καταστήματα επιμένει ότι ανήκει στην εσπερία. Φωτογραφικά, στενά τα περιθώρια των «καλλιτεχνών» που εκτός από τον κεντρικό δρόμο με το καλντερίμι και την πλατεία με τον τοπικό ήρωα που ‘δωσε και το όνομα στην πόλη, δεν παρείχε στοιχεία για την φωτογραφική μας απογείωση.
Θες το χλωμό πρόσωπο της πόλης, θες το κρύο που περόνιαζε, γρήγορα τα μαζέψαμε για τα ορεινά μας μονοπάτια. Ενδιάμεση στάση στο Ognyanovo μικρή λουτρόπολη με θερμά ιαματικά νερά και άρτι συσταθείσες μονάδες τουριστικής εκμετάλλευσης. Το νερό γλυκαίνει το τοπίο και προσφέρει στις μηχανές μας συνηθισμένα θεματάκια που δεν πολυκαταλαβαίνω γιατί τα απαθανατίζουμε με εμμονική προσκόλληση. Κανείς δεν τα προσέχει και κανείς δεν θα τα θυμάται σε λίγο καιρό. Ας είναι όμως, εμείς πιστοί στο καθήκον φωτογραφηθήκαμε και φωτογραφίσαμε αντανακλάσεις, με μικρές και μεγάλες γωνίες, σχολιάσαμε πάντα καλόπιστα και στο τέλος δεν αφήσαμε παραπονεμένους ούτε, τους συμπαθείς μόνιμους κατοίκους της μικρής λίμνης. Η συνεδρία έληξε με καφεδάκι στο φιλόξενο και όμορφο παραλίμνιο μαγαζάκι.
Gotse Delchev (Гоце Делчев)
Ognyanovo
(Огняново)
Leshten (Лещен)
Ζεστός ο χώρος της διαμονής μας με το ξύλο να κυριαρχεί παντού και αποπνικτική η ζέστη επίσης. Η αδημονούσα συντροφιά καλοδέχτηκε τα τοπικά πιάτα που αποδείχτηκαν αρκούντως μέτρια για άλλη μια φορά σε βαθμό που άρχισε να παγιώνεται η αντίληψη, που θέλει την Ελληνική κουζίνα υπέρτερη. Το κρασάκι όμως στρογγύλεψε τις γωνίες και τα ξινίσματα στα πρόσωπα και με την ζέστη αντάμα, κοκκίνισε τα μάγουλα και ζωήρεψε τις φωνές τόσο, που κανείς εκεί μέσα δεν έμεινε που να μην κατανοήσει πως είχε μπροστά του Έλληνες. Έξω η σκοτεινή σιωπηλή κυρία είχε απλώσει τις φτερούγες της πασπαλίζοντας το τοπίο με νιφάδες και μείς βαλθήκαμε να ψάχνουμε το πώς θα περάσει η ώρα.
Νωρίς το επόμενο πρωί ο Δήμος με έκδηλη ανησυχία στο μάτι ξεστόμισε αμήχανα στο τραπέζι του εν αναμονή πρωϊνού, την αμάχητη δικαιολογία πως «… να δεν μπορώ να λειτουργήσω χωρίς καφέ». Η αλήθεια βέβαια, πως έμεινε άγρυπνος εξαιτίας του ροχαλητού δίκην ατμομηχανής των δύο άλλων, αποκρύφτηκε τεχνηέντως. Η ανάλυση του προγράμματος της μέρας πρόσφερε μια κάποια λύση στην αμήχανη ατμόσφαιρα, όταν στο τηλέφωνο ακούστηκε η βαριά και αγουροξυπνημένη φωνή του Ευτύχη. «…θέλω το παντελόνι μου!»
Κρέμασε το σαγόνι ο Δήμος καθώς με σκυμμένο κεφάλι και διεσταλμένα μάτια παρατηρούσε το παντελόνι που φορούσε. «Όχι ρε γαμώ το, φόρεσα του Ευτύχη!…» Μόνο όταν σηκώθηκε να φύγει μισογελώντας, πρόσεξε ο συνδαιτυμόνας του το παντελόνι του ψηλού Ευτύχη να περισσεύει σαν φυσαρμόνικα ξεχειλωμένη πάνω από τα παπούτσια. Τα χάχανα και τα πειράγματα αμέτρητα όταν όλοι μαζευτήκαμε και η μέρα ξεκίνησε με γέλια και την καρδιά γεμάτη.
Kovachevitsa
(Ковачевица)