Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Μαρία Σπυριδοπούλου

 «Ne pas se pencher au dehors»…» Μην σκύβεις έξω από το παράθυρο, βρε!…» «Μα δεν ξεκίνησε ακόμη ρε μπαμπά, εξ άλλου θέλω να δώ εκείνον με το κόκκινο καπέλο που κρατάει το μπαστούνι  με το στρόγγυλο στην άκρη του…» «Η αμαξοστοιχία 563 με προορισμό τας Αθήνας και ενδιάμεσους σταθμούς Κατερίνη, Λάρισα , Παλαιοφάρσαλο , Λιανοκλάδι , Θήβαι αναχωρεί εντός 5 λεπτών εκ της τρίτης γραμμής. Παρακαλούνται οι επιβάτες όπως προσέλθουν εις τας θέσεις των». Τα πέντε λεπτά σπανίως κρατούσαν την υπόσχεση τους αλλά η προσμονή έκρυβε τις καθυστερήσεις. Ένα ελαφρό σκούντημα μπρος, πίσω σηματοδοτούσε την έναρξη του ταξιδιού και το αργό κύλισμα στις ράγες έμοιαζε με  θριαμβική είσοδο στην μαγεία…

Η δική μας αμαξοστοιχία ξεκίνησε το ίδιο μαλακά και είχε για μηχανοδηγό τον γλυκύτατο συνταξιούχο μηχανικό Ανδρέα Μυλωνάκη που η μυθιστορηματική του αφήγηση ξεκίνησε με τις απαρχές του «σιδερένιου αλόγου», έχοντας την ίδια νανουριστική δράση με το διαρκές «τακ-τακ» των τροχών στις ράγες. Ο σταθμός αναχώρησης ήταν η παλιά στρατιωτική στάση επί οθωμανικής ακόμα παρουσίας, που τώρα χάρη στην εμμονική προσήλωση των παλιών στελεχών στο μέσον, αναβιώνει, παραθέτοντας σπαράγματα από την ζωή και την δράση ενός ολόκληρου κόσμου που άφησε καθαρό αποτύπωμα στην διαμόρφωση του σύγχρονου προσώπου της ψωροκώσταινας.

 «Να εδώ, κοιτάξτε …αυτά είναι τα κλειδιά αλλαγής κατεύθυνσης τότε που η γραμμή ήταν μονής κατεύθυνσης. Σημασία έχει το νύχι στον τροχό που εξασφαλίζει την σταθερότητα στην πορεία…» και μια μικρή ενοχή που με κατέτρωγε παλαιόθεν, έγινε συντρίμμια καθώς κατανόησα επιτέλους, πως οι πέτρες που βάζαμε μικροί στις ράγες «…να πέσει το τραίνο να πάρουμε λεφτά, να αγοράσουμε κουλούρια…» δεν είχαν καμιά τύχη και η καθυστερημένη λύτρωση έφερε αχνά χαμόγελα, καθώς ο νους αφέθηκε χωρίς φρένα, να ακολουθήσει την πορεία που άφηνε ελεύθερη ο σηματωρός. 

«Αυτή είναι χειροκίνητη δραιζίνα. Ποιοι έχουν μπράτσα να πιάσουν τα ωστήρια;» Βρέθηκαν πάραυτα τα μπράτσα και οι υπόλοιποι καθισμένοι στον ξύλινο πάγκο για ένα σύντομο ταξιδάκι, αφεθήκαμε στην νοσταλγική εμπειρία του dejavu. Πιο κει, οι παλιές ατμάμαξες με μοναδική πινελιά φρεσκάδας τους κατακόκκινους αποσβεστήρες κρούσης, σάπιζαν περήφανα ανάμεσα στα παλιά ξύλινα βαγόνια που μέσα τους ακόμα θαρρείς πως ακούγονται οι οιμωγές των στοιβαγμένων απόκληρων στην πορεία τους, για τα κρεματόρια.

Ο φακός συνέχιζε να καταγράφει αδιάφορος για το κάθε του κλικ που απόθετε μια μικρή σταγόνα θλίψης μέσα μας. Πολλές ήταν οι σταγόνες εν τέλει που  ξεχείλισαν και έγιναν ποτάμι, που μας πήρε στο διάβα του, σαν αντικρίσαμε την σκόνη στα δερμάτινα καθίσματα στα δύο βαγόνια του Orient express. Η αναδρομή απέπνεε τον μουχλιασμένο αέρα μιας παλιάς αποθήκης εκεί που σαπίζουν οι αναμνήσεις ανάκατα με τα ερείπια των μεγαλείων μιας εποχής που ανεπίστρεπτα έσβησε από την καθημερινότητα της θλιβερής μας πατρίδας. «Η κλινάμαξα και το εστιατόριο του Orient express αγοράστηκαν από το Βέλγιο και εντάχθηκαν για κάποια χρόνια στo Ελληνικό δίκτυο μέχρι σταδιακά να αποσυρθούν.» Τα λουλουδάκια  στα τραπεζάκια της τραπεζαρίας ήταν πλαστικά και στην ατμόσφαιρα η σκιά που έπεσε από την σκόνη του παρελθόντος

έβγαλε φαντάσματα από τις σκοτεινιές και ένα βουβό ουρλιαχτό, σκόρπισε τα χαμόγελα. Θολές και οι φωτογραφίες σε βαθμό που δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε και ίσως να ΄τανε αυτός ο λόγος που η παρέα έχασε το μόνιμο οίστρο της.
Ο κυρ-Ανδρέας όμως με μια ανεξήγητη πηγαία δύναμη που φώτιζε τα μάτια και συνδαυλίζονταν από την αρχαία γνώση και την αγάπη  που ΄καιγε μέσα του, ένιωσε το βάρος της στιγμής και μαεστρικά μέσα από τις συμπληγάδες της απαξίωσης μας οδήγησε στο σημαίνον. Τα πράγματα τελικά αξιώνονται από τα συναισθήματα που μας προκαλούν και μας συνεπαίρνουν ακόμη κι όταν έχουν αρνητικό πρόσημο. Μήπως δεν είναι αυτά που μας κάνουν να αντιστεκόμαστε στην φθορά, μήπως δεν είναι αυτά που νοηματοδοτούν την προσωπική μας επανάσταση;

«Η καρέκλα του Βενιζέλου, που λέτε, είναι αυτή η ίδια όπως φαίνεται στην γκραβούρα στον τοίχο, εκεί  που υπέγραψε την συνθήκη συνθηκολόγησης της Βουλγαρίας το 1913, στον σταθμό της Βυρώνειας… και τα εκδοτήρια των εισιτηρίων με τις διατρητικές πένσες επικύρωσης των ελεγκτών και η μηχανή Μορς που επικοινωνούσαν κάποτε οι σταθμοί, τότε που τα τρένα δεν έφευγαν, αν δεν υπήρχε ρητή βεβαίωση, ότι η γραμμή ήταν ελεύθερη.» Ο νους έτρεχε σε ένα διαρκές πήγαινε-έλα συγκρίνοντας το πριν με το τώρα και η γεύση στιφή άφηνε στον αέρα, την δυσάρεστη απόπνοια του κακοφορμισμένου κουφαριού. Η παλιά αίγλη στις σκονισμένες στολές των ανώτερων υπαλλήλων άστραφτε στο φώς που ανακλούσε στα χρυσά τους κουμπιά και εξιτάριζε τις κυρίες της παρέας που αποδείκνυαν έτσι την διαχρονική έλξη που ασκούσαν πάνω τους, οι στολές βεβαίως, σύμφωνα πάντα με τους γνώστες. Τα τελευταία μέτρα της διαδρομής στο παρελθόν, διανύθηκαν σε μια στιγμή διαμέσου timelapsing  και  ουδόλως έγιναν αντιληπτές οι δυόμιση ώρες που μεσολάβησαν σε πραγματικό χρόνο. Η άφιξη στο τώρα σήμανε με το σφύριγμα της αμαξοστοιχίας, όπως πρόσταξε ο μηχανοδηγός.

 Ο επίλογος γράφτηκε στο τραπεζάκι με την παρέα των παλιών σιδηροδρομικών που βρήκαν θαρρείς το παλιό τους χαμόγελο σαν είδαν την δική μας αφοσίωση και μας παρότρυναν να ξανάρθουμε. Αποχωρήσαμε με υπόσχεση να ξαναπατήσουμε το χορτάρι ανάμεσα στους σκουριασμένους στρωτήρες και να ξαναμυρίσουμε την μυρωδιά του κάρβουνου στις παλιές μηχανές. Μόνο που ξέχασα να ρωτήσω τον κυρ-Κώστα τον πρόεδρο του σωματείου, αν στον σταθμό του Πλατέως βγαίνει ακόμα ο σουβλατζής με την φέτα του ψωμιού καρφωμένη στο σουβλάκι, διαλαλώντας με στεντόρεια φωνή την πραμάτεια του στα κεφάλια των επιβατών που ΄σκυβαν από τα παράθυρα.