Κείμενο – Φωτογραφίες: Νίκος Κακαγιάς

Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά αντηχούσαν ενιαία, στα αυτιά της πρώιμης νεανικής ηλικίας μου, που είχε πλάσει ένα μυθικό μπαρουτοκαπνισμένο περιβάλλον διανθισμένο με πράξεις ηρωϊκού μεγαλείου. Αργότερα ήταν που διαπίστωσα μετά και πολλά άλλα βεβαίως, πόσο μακριά ήταν εν τέλει τα Ψαρά. Ακόμη πιο αργά έφθασε η ώρα να αναπνεύσω τον ίδιο αέρα καθόλου ηρωϊκό βέβαια, μα το ίδιο ζωογόνο με τότε, των δύο από τα τρία νησιά.

Νωρίς ξεκινήσαμε από το Τολό της Αργολίδας με το πρώτο φώς της αργοπορημένης φθινοπωρινής αυγής να βάφει με ζεστό φώς το μικρό κόλπο. Κατεύθυνση νοτιοανατολική με όρτσα τον καιρό και την τραμουντάνα να δυναμώνει κλυδωνίζοντας το σκάφος σαν καβαντζάραμε το Πόρτο –Χέλι. Κάποια ανήσυχα βλέμματα καθώς μπήκαμε στα στενά των Ύδρας  και Σπετσών ησύχασαν πάραυτα μετά τις κατευναστικές παρεμβάσεις του καπετάνιου και στο τέλος απόμειναν να κοιτούν το γαλάζιο προσμένοντας, το δελφινοκόριτσο. Οι Σπέτσες λουσμένες στο εκτυφλωτικό φώς μας έβγαλαν μαντήλι άσπρο καθώς τις αφήναμε πίσω μας, για να φανεί εμπρός μας στα βορειανατολικά, ο στεγνός βράχος της Ύδρας. Την νοτιοδυτική της άκρη συναντά κάποιος σαν έρχεται από τις Σπέτσες και σε αντίθεση με το χαμηλό, καταπράσινο ανάγλυφο της, η Ύδρα φαντάζει άγρια και άνυδρη. Ένας βράχος  που λούζεται στο σκληρό φώς και στον αέρα. «Δεν θα πιάσουμε ντόκο ακόμη γιατί δεν μας χωράει είπε ο καπετάνιος, να φύγει πρώτα το ποστάλι». Ήταν και η πρώτη ευκαιρία να φωτογραφίσω τον οικισμό κόντρα στον ήλιο, καθόλου αβανταδόρικο είναι αλήθεια. «…τρείς ώρες έχετε στην διάθεση σας και δεν θα περιμένω κανέναν» ήταν η αδιαπραγμάτευτη ετυμηγορία του καπετάνιου και η αφορμή να βλέπω το ρολόι μου από κει και στο εξής τρέχοντας να προλάβω το πλάνο, που ΄χα στο μυαλό.

«Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
Μωρέ τού λέω πούν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου»
Οδυσσέας
Ελύτης

Πρώτη επίσκεψη στο ιστορικό μουσείο του νησιού και ‘κει η πρώτη έκπληξη, που ευτυχώς η στιγμιαία έμπνευση να κατανεύσω στην ερώτηση «…είστε φωτορεπόρτερ κύριε;» μου άνοιξε εν τέλει την πόρτα για να απαθανατίσω την καρδιά του Μιαούλη στην λήκυθο της μαζί με  σπαράγματα της ναυτικής ιστορίας. Ακίνητα στις προθήκες τους συν-κίνησαν τα συναισθηματικά αντανακλαστικά  και το κλείστρο πήρε φωτιά. Φωτογραφικά το ημίφως καταγράφει ατμοσφαιρικές εικόνες αλλά καθόλου εύκολες τεχνικά. Η προσπάθεια κρίνεται επιεικώς και ελαφραίνει η αυστηρή τεχνική κριτική, υπό την δικαιολογία του βάρους του συναισθηματικού φορτίου…

 Έξω ο ήλιος ψήλωνε αρκετά και η απόσταση μέχρι την ακρόπολη ακριβώς από την απέναντι πλευρά του λιμανιού έμοιαζε μεγάλη. Μεγάλη και η αγωνία, όταν η δύσπιστη απάντηση του καθιστού μικροπωλητή έβαλε ερωτηματικό. «Εκεί πάνω θες να πάς; Χμ! Πάρε το δρόμο του λιμανιού και μετά κόψε για ψηλά από το μονοπάτι…» Το επιτιμητικό μουρμουρητό που δεν πολυκατάλαβα με άφησε με απορίες αλλά καθόλου δεν με πτόησε να βρώ το μονοπάτι και κεί να με καλωσορίσει το παιδί καβάλα στο δελφίνι. Το μονοπάτι αποδείχτηκε λίγο, για τα βιαστικά ποδάρια μου και η θέα αποδείχτηκε συγκλονιστική. Ο οικισμός απλώνονταν στον κόρφο μεταξύ δύο ψηλών λόφων στην μία κορφή των οποίων στεκόμουν, αγναντεύοντας σαν άλλος Χίλαρυ. Η χώρα έδειχνε στοιχεία επέκτασης προς  στα νοτιοδυτικά, σαν ανάσα διαφυγής από το ασφυκτικό περιβάλλον του παλιού οικισμού. Η απορία βέβαια παρέμεινε μεγάλη για το πώς επιτυγχάνεται η επικοινωνία μεταξύ των απομακρυσμένων σημείων με το κέντρο, μιας και είναι γνωστή η απουσία τροχοφόρων στο νησί που μάλλον θα είναι υπεύθυνη για την καλή φυσική κατάσταση των κατοίκων.

Νέο τρεχαλητό προς τα κάτω αυτή την φορά, με την ώρα να τρέχει ξοπίσω μου απειλητική. Η διαδρομή ως το αρχοντικό του Λάζαρου Κουντουριώτη αδελφού του Γιώργη αποδείχτηκε μεγαλύτερη μιας και η φωτογράφηση έπαιζε προβοκατόρικο ρόλο. Ασθμαίνοντας διάβηκα την είσοδο και μπροστά μου ανοίχτηκε εσωτερική αυλή με υπέροχη θέα στο λιμάνι. Μια σκάλα οδηγούσε στον άνω όροφο και εκεί η ευγενική ξεναγός μας καλωσόρισε και μας καθοδήγησε στα δωμάτια. Κλειστές γωνίες, σφικτά κάδρα, φωτεινά παράθυρα, έβαζαν προκλήσεις στον φωτογραφικό οίστρο και πολλαπλά ερωτηματικά. Το ίδιο το σπίτι είναι η επιτομή της αρχοντιάς και του πλούτου της οικογενείας που η κάθε γωνιά του μαρτυράει το κλέος μιας εποχής που έφυγε. Το υπόγειο με τη κουζίνα και τους βοηθητικούς της χώρους φιλοξενεί τώρα έργα εικαστικών και φωτογραφική συλλογή του Robert Mc Kaleb. Να τον δούμε κι αυτόν… και τρεχάτε ποδαράκια μου, μισή ώρα έμεινε μαζί με το ερωτηματικό, «θα προλάβω να πάω στο σπίτι του Παναγιώτη Τέτση;…». Δεν χρειάζεται να παραθέσω στοιχεία για το έργο του ζωγράφου που εξ αιτίας μιας μακρινής οιονεί συνάφειας ένεκα προσωπικής ενασχόλησης, με έκανε να τρέξω, ευτυχώς όχι πολύ μακρύτερα από την οικία Κουντουριώτη. Πρόλαβα εν τέλει με την ψυχή στο στόμα και την κάμερα ανά χείρας να φωτογραφήσω βιαστικά επαναλαμβάνοντας μέσα μου αλλά και έξω μου, «δεν θα προλάβεις, δεν θα προλάβεις…» Τελικά πρόλαβα την ώρα που η μπουρού του πλοίου σφύριζε προειδοποιητικά.

Οι Σπέτσες από την θάλασσα παρουσιάζουν χαμηλό ανάγλυφο, κατάφυτο από πευκοδάσος σε αντίθεση με το άνυδρο της Ύδρας. Μας υποδέχτηκε με το κουδούνισμα των μόνιππων που έκαναν σουλάτσο τους λιγοστούς επισκέπτες κατά μήκος της παραλιακής. Η δυσάρεστη εντύπωση σε αντίθεση με την γειτόνισσα, ήταν ο θόρυβος από τις μηχανές κάθε είδους που έπρεπε να προσέχεις ιδιαίτερα να μην σε παρασύρουν μέσα στις ρούγες, εκεί που στηνόσουν, για να βρείς γωνία να φωτογραφήσεις αξιοπρεπώς. Η ώρα μέχρι τον απόπλου μόλις 90 λεπτά και επείγουσα προέκυψε η ανάγκη, να δώ το σπίτι της καπετάνισσας. Πάντα ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία το σθένος και η αλτρουιστική συμπεριφορά αυτής της γυναίκας που μετά από τον θάνατο δύο συζύγων ανέστησε επτά παιδιά και διέθεσε περιουσία και στόλο στην επίτευξη του υπέρτατου σκοπού. Κάθε σύγκριση βέβαια με τους σημερινούς φέρνει χαμόγελα συγκατάβασης. Η προτομή της έξω από περιμετρικό τοίχο της αυλής φωτιζόταν κατά το ήμισυ από το χλωμό απογευματινό ήλιο και απαιτήθηκε στάση προσοχής για το πλάνο, αν και κυρίως, όχι μόνον γι αυτό. Η εσωτερική αυλή οδηγούσε σε διώροφο κτίσμα με πλαϊνή σκάλα να οδηγεί στο ανώγειο. Σαφώς πιο απλή από την Κουντουριώτικη αλλά μαρτυρούσε την ίδια απλόχωρη αρχοντιά. Έκπληξη η λιτή προτομή της Λέλας Καραγιάννη στην σάλα και το εύλογο ερωτηματικό που αναδύθηκε, λύθηκε πάραυτα καθώς ενημερώθηκα από την ενημερωτική πλακέτα ότι η αγωνίστρια της εθνικής αντίστασης που βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς, ήταν δισεγγονή της Μπουμπουλίνας. Η ανατριχίλα στον αυχένα συνόδευε όλη την αγχωμένη διαδρομή στην παραλιακή του νησιού.

Ο ήλιος βουτούσε στα νερά του Αργολικού κόλπου και γώ στην κουπαστή αναρωτιόμουν για το αν ο ηρωισμός μέχρι αυτοθυσίας έχει γονιδιακή εξήγηση.