Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Ευτύχης Τσαουσίδης
Η οδός Μελενίκου είναι μια στενή ημικυκλική οδός πίσω από την «Παναγιά Δέξια» στην Θεσσαλονίκη που στέγασε και συνεχίζει να το κάνει, πολλές προσδοκίες και όνειρα του φοιτητόκοσμου. Μια υποδόρια απορία σχετικά με το ποιός ή τι, ήταν ο «Μελενίκος» έμεινε για χρόνια αναπάντητη. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι η γνώση να αποκαταστήσει τα πράγματα και να μάθω επιτέλους τι ήταν το «Μελένικο» αλλά χρειάστηκε άλλος τόσος, για να έρθει η ώρα να το γνωρίσω επιτέλους, μετά την πρόταση του συνήθους ύποπτου στην φωτογραφική μας κομπανία.
Αν εξαιρέσει κανείς την αφελή αντίληψη πως αρκεί η φυσική παρουσία, για να περάσει κάποιος τα σύνορα χωρίς ταυτότητα και να χρειαστεί να γυρίσει μεσοστρατίς να την πάρει, όλα τα υπόλοιπα κύλησαν ομαλά. Ο τάπητας του εθνικού όσο και του επαρχιακού δικτύου της Βουλγαρίας μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας, ήταν φρέσκος και ομαλός σαν μάγουλο μωρού και η απορία στα μάτια μας το ίδιο άδολη.
Το Μελένικο φωλιάζει σε υψόμετρο περίπου 430μ. και βρίσκεται κυριολεκτικά μέσα σε κοιλάδα που σχηματίζουν οι κάθετοι ψαμμιτικοί σχηματισμοί ιδιαίτεροι σε όψη που εύλογα προκαλούν τον οίστρο του κάθε-καθώς πρέπει- καλλιτέχνη . Ο οικισμός πέρασε από τα σαράντα κύματα μέχρι να κατακυρωθεί στην βουλγαρική επικράτεια με την συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 και οι ΄Ελληνες κάτοικοι του που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού πήραν των ομματιών τους μαζί με τα πατρογονικά τους κειμήλια και μετακόμισαν στο Σιδηρόκαστρο και τις Σέρρες. Τα δεινά τους όμως δεν σταμάτησαν και κατά την διάρκεια της β΄βουλγαρικής κατοχής, μεταξύ των ετών 1916-18 όλα τα βαρύτιμα κειμήλια τους εκλάπησαν και δεν επεστράφησαν ποτέ. Αίμα, δηώσεις, εξανδραποδισμοί εκτοπίσεις και φυσικός αφανισμός του πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας ήταν οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν και άφησαν για χρόνια χαίνουσες πληγές.
Εμείς τυχεροί εκπρόσωποι μιας γενιάς-της πρώτης- που δεν γνώρισαν στο πετσί τους το δάγκωμα του σκύλου του πολέμου κατάπιαμε την ιστορία και πήραμε τις μηχανές για να αποτυπώσουμε την όμορφα αναπαλαιωμένη κώμη, που διατηρεί την παλιά της αρχιτεκτονική με τα καφασωτά παράθυρα και τα σαχνισιά. Οι ντόπιοι ευφυώς εκμεταλλευόμενοι την ιδιαίτερη γεωμορφολογική θέση, αναπαρήγαγαν ένα χωριό τουριστική ατραξιόν. Κάθε γωνιά και κατάστημα, κάθε δρόμος και εστιατόριο. Καταλύματα άφθονα και για κάθε βαλάντιο και ‘μείς συγκρατημένα απαισιόδοξοι πήραμε μια μικρή ανταμοιβή σαν επισκεφθήκαμε το οινοποιείο που κράτησε το όνομα του και την αρχαία του αίγλη.
Οινοποιείο τότε και τώρα στο όνομα του Κορδόπουλου. Το αρχοντικό αντάξιο της φήμης του φιλοξενεί στις υπόσκαφες κάβες του το κρασί που φημίζεται για το ήπιο σώμα του και τις χαμηλές του τανίνες. Εμείς το φωτογραφίσαμε μανιωδώς και δεν αφήσαμε γωνιά του ανεξερεύνητη, έτσι από πίκα. Ανηφορήσαμε και μέχρι το φρύδι του βράχου για να δούμε από ψηλά την θέα και αφού εκπληρώσαμε ότι ήταν να εκπληρωθεί, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής κατηφορίζοντας την οιονεί ρεματιά που εν τέλει είναι ο ζωτικός χώρος της κωμόπολης.
Εν κατακλείδι στην κραυγαλέα ρουστίκ ταβέρνα, που καταλήξαμε και παρά το εντυπωσιακό σέρβις σε μαντεμένιο «σατς» – σάτσι το ΄λεγε η γιαγιά μου – το φαγητό μόλις και μετά βίας περνούσε την βάση.
Με ανάμεικτα συναισθήματα αφήσαμε το “Μέλνικ” όχι τόσο για την φωτογραφική εμπειρία που μας άφησε, όσο για την δύσπεπτη άποψη της φρικτής του ιστορίας. Αν και ο Φουκογιάμα διαψεύστηκε οικτρά στην πρόβλεψη του, εμείς με την εικαστική μας ματιά αποτυπώνουμε το “τώρα” προσθέτοντας το δικό μας λιθαράκι στην ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων στον πλανήτη που μας φιλοξενεί.