Κείμενο: Χάρης Πουρουζίδης
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Νίκος Κακαγιάς
Είναι γνωστό τοις πάσι πλέον ότι η Pixelscape ξυπνάει και ξεκινάει αχάραγα. Αυτή τη φορά η αφορμή της βόλτας είχε πρωτίστως ορειβατικό χαρακτήρα και μετέπειτα φωτογραφικό. Στόχος, η ανάβαση στην κορυφή του όρους Βόρα, πιο γνωστό στους περισσότερους ως Καϊμακτσαλάν, ένα μέρος αγαπημένο από ορειβάτες και λάτρεις των χειμερινών σπορ, με ένα μαύρο όμως παρελθόν. Μια ώρα ταξιδέψαμε μέχρι την πρώτη μας στάση για να κλέψουμε λίγο από την μεγαλοπρέπεια της ανατολής του ήλιου που γυαλοκοπούσε πάνω στα νερά του ποταμού Άγρα και αμέσως μετά συνεχίσαμε με πορεία βορειοδυτική.
Είναι γνωστό τοις πάσι πλέον ότι η Pixelscape ξυπνάει και ξεκινάει αχάραγα. Έτσι λοιπόν ακολουθώντας την πεπατημένη το ξυπνητήρι έδειχνε 5:30πμ όταν με σήκωσε από την θαλπωρή του κρεβατιού. Η ετοιμασία γρήγορη κι αυτή αφού η ώρα αναχώρησης ήταν μόλις ένα μισάωρο αργότερα. Αυτή τη φορά η αφορμή της βόλτας είχε ορειβατικό χαρακτήρα πρωτίστως και μετέπειτα φωτογραφικό. Στόχος ήταν η ανάβαση στην κορυφή του όρους Βόρα, πιο γνωστό στους περισσότερους ως Καϊμακτσαλαν, ένα μέρος λατρεμένο από τους φίλους της ορειβασίας και των χειμερινών σπορ με ένα μαύρο όμως παρελθόν
Σε αντίθεση με προηγούμενες εξορμήσεις η διαδρομή είχε ελάχιστες στάσεις μέχρι να φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό. Μια απρόσμενη ομίχλη στην πεδιάδα μεταξύ του Βόρα και του Πάικου ήταν αφορμή για μια σύντομη φωτογράφιση και αμέσως πήραμε και πάλι το δρομί δρομάκι μέχρι την τεχνητή λίμνη Παναγίτσας. Πηδώντας το κιγκλίδωμα του δρόμου αντικρίσαμε τη χαμηλή στάθμη της λιμνούλας που μπορεί να στένεψε τα φωτογραφικά μας περιθώρια αλλά μάς κέρασε από το υστέρημα της λίγες αντανακλάσεις για να φυλακίσουμε παντοτινά στις ψηφιακές μας μηχανές. Δίχως άλλες πλέον καθυστερήσεις ο Βόρας μας καλούσε.
Σε αντίθεση με προηγούμενες εξορμήσεις η διαδρομή μας είχε ελάχιστες στάσεις μέχρι να φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό. Μια απρόσμενη ομίχλη στη πεδιάδα μεταξύ του Βόρα και του Πάικου ήταν αφορμή για μια σύντομη φωτογράφιση και σύντομα πήραμε πάλι το δρομί δρομάκι μέχρι την τεχνητή λίμνη Παναγίτσας. Πηδώντας το κιγκλίδωμα του δρόμου αντικρίσαμε τη χαμηλή στάθμη της λιμνούλας που μπορεί να στένεψε τα φωτογραφικά μας περιθώρια αλλά μας κέρασε από το υστέρημα της λίγες αντανακλάσεις για να φυλακίσουμε παντοτινά στις ψηφιακές μας μηχανές. Δίχως άλλες καθυστερήσεις ο Βόρας μας καλούσε.
Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο στα στερνά του Σεπτέμβρη το κρύο ροκάνιζε τη ραχοκοκαλιά όσο ο ήλιος έπαιζε το κρυφτούλι του με τα βαμβακένια σύννεφα. «Μη ντύνεσαι βαριά για θα το μετανιώσεις και μη ξεχάσεις αλλαξιά να έχεις μαζί σου για την κορφή» ακούστηκαν τα σοφά λόγια των πιο έμπειρων περιπατητών. Κάπως έτσι άφησα πίσω το βαρύ πανωφόρι και ατένισα πέρα ψηλά τον ορίζοντα και την ανηφοριά σκεπτόμενος το δρόμο. Τα ποδάρια μου πήραν την εντολή απ’ τον εγκέφαλο να ξεκινήσουν κι αυτός χάρη στην ψυχολογική υποστήριξη των φίλων ορειβατών είχε ήδη φροντίσει να γεμίσει το σώμα μου με θετική ενέργεια, πίστη και πεποίθηση για την κατάκτηση της κορυφής όσο δύσκολη κι αν φαινόταν η ανάβαση στο άμαθο σώμα μου. Το τοπίο με συνεπήρε με τη χαμηλή βλάστηση και τα γήινα χρώματα του. Καφέ, πράσινο, πορτοκαλί και κίτρινο έβαφαν τον καμβά της φύσης γύρω μας κι άμα τα ‘βάζεις κόντρα με το μπλε και το λευκό του ουρανού τότε κάθε βήμα της ανάβασης γινόταν λιγότερο, νοητικά τουλάχιστον, δύσκολο.
Την παρέα μας συνόδευσε ο πολύ καλός γιατρός και φωτογράφος Σταύρος με τον οποίο συνοδοιπορούσα. Δήμος και Νίκος είχαν χαθεί από το οπτικό μας πεδίο για τα καλά. Η λαχτάρα μου για κουβέντα λόγω αυτή της γνωριμίας με τον Σταύρο είχε ως αποτέλεσμα να ανεβάσει τον πήχη δυσκολίας της ανάβασης και το λαχάνιασμα έπαιρνε κι έδινε. Τα γόνατα μουδιασμένα και η ανάσα βαριά μας ανάγκασε να σταματήσουμε αναρίθμητες φορές κι ένιωθα πως ο βουνίσιος αέρας γελούσε με τα χάλια μου. Ενίοτε από ψηλά ακουγόταν η φωνή του Δήμου ή του Νίκου που ρώταγαν αν ήμασταν καλά αλλά κάτω απ’ τα μουστάκια τους αναρωτιόντουσαν «που τα βρήκαμε αυτά τα ψοφίμια». Ασθμαίνοντας, μετά κόπων και βασάνων αντικρίσαμε το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία να δεσπόζει κάτασπρο ατενίζοντας τα ελληνικά και Βορειομακεδονίτικα εδάφη.
Τα ‘φερε έτσι η τύχη να ανέβουμε στην κορφή αυτή στις 30 του Σεπτέμβρη του 2023. Γυρίζοντας πίσω το ρολόι ακριβώς 107 χρόνια, στις 30 του Σεπτέμβρη του 1916 οι Σέρβοι θα ‘βγαιναν νικητές από μια πολυήμερη και πολύνεκρη μάχη εναντίων των Βούλγαρων στα μέσα του Μεγάλου Πολέμου. Το έδαφος αιματοβαμμένο και τα άψυχα σώματα των χιλιάδων νεαρών στρατιωτών κείτονταν ανάκατα το ένα πάνω στο άλλο. Το θέαμα αποκρουστικό και η σιγή το ίδιο εκκωφαντική με τους κρότους των οβίδων και των πυροβόλων όπλων πριν απ’ αυτήν. Λίγο πιο κάτω απ’ το εκκλησάκι που παραχώρησε η Ελλάδα στους Σέρβους για να τιμήσουν τους νεκρούς τους βρίσκεται οστεοφυλάκιο με θαμμένα τα οστά των άτυχων ψυχών. Οστά ανθρώπων που κανείς δεν γνωρίζει ποια σημαία χαιρετούσαν εν ζωή. Νέοι χάθηκαν γιατί τα σαλόνια αποφάσισαν να μονομαχήσουν για εδάφη, γόητρο, ιδεολογία, θεολογικές διαφορές και ποιος ξέρει τι άλλη σαχλαμάρα έχει κατεβάσει ανά τους αιώνες ο ανθρώπινος νους.
Με βαριά συναισθήματα και αποκαμωμένο σώμα κολατσίσαμε να πάρουμε δυνάμεις κι αλλάξαμε ρούχα, βγάζοντας τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα μπλουζάκια για να μην την αρπάξουμε. Ο κατήφορος φαινόταν εύκολος και διασκεδαστικός μα ο νους μου είχε μπολιαστεί με μια θλίψη περίεργη λες κι έπρεπε να πληρώσω αντάλλαγμα για τα όσα όμορφα μου πρόσφερε το όρος των χαμένων ψυχών.