Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Δάνης Παπαγιαννούλης
Μια κάποια αμηχανία ανάμεικτη με περιέργεια γρήγορα εξανεμίστηκε καθώς αντίκρισα τα βαριεστημένα και αδιάφορα μάτια του τελωνειακού υπαλλήλου στο πέρασμα της «Νίκης» στις βόρειες εσχατιές της Ελληνικής επικράτειας. Το τοπίο ενίσχυσε παραπάνω το ίδιο συναίσθημα και σε λίγο έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου ότι βρισκόμουν στην πρώην ακατανόμαστη δημοκρατία που επιτέλους απέκτησε όνομα.
Υπόσταση είχε έτσι και αλλιώς με φτώχεια και εγκατάλειψη ίδια με τους νότιους γείτονες της. Η φύση της όμως μας αποζημίωσε όταν αρχίσαμε ασθμαίνοντας να ανηφορίζουμε τις πλαγιές του δασωμένου βόρειου κλάδου του Βαρνούντα. Η πενταβέλονη πεύκη ενδημικό είδος της περιοχής και η θέα προς τις πεδιάδες ανατολικά, γέμισε με εικόνες νού και μηχανές.
Οι επόμενες μέρες όμως, με βαρειά συννεφιά στην αρχή και καταρρακτώδη βροχή στην συνέχεια μας στέρησαν την δυνατότητα να διασχίσουμε το εθνικό πάρκο Gαlitsitsa που βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες Μεγάλη Πρέσπα στα νότια και Οχρίδα στα βόρεια. Ήταν –η βροχή βεβαίως – που πρόσφερε μαζί με το μούσκεμα ασύλληπτες εικόνες ομορφιάς με κορεσμένα χρώματα και εντυπωσιακούς ουρανούς. Επισκεφθήκαμε εκτός από το κέντρο της Bitola- Μοναστήρι έκπαλαι-που στα βρεγμένα πλακάκια του αντικατοπτρίζονταν τα αρχαία ίχνη πολιτισμών που πέρασαν και άλλες πόλεις βορειανατολικά, όπως το παλιό Βλαχοχώρι του Κρούσοβου με τα υπέροχα αρχοντικά, που κρατούν την αίγλη τους, περιποιημένα και ανακαινισμένα σε βαθμό που προκάλεσαν απορίες για τις πολιτικές των καθ ήμάς και διαβήκαμε τα καλντερίμια του που αντηχούν ακόμη τα ποδοβολητά των κοπαδιών. Το Prilep λίγο δυτικότερα μας χάρισε μοναδικές εικόνες στην ακρόπολη του με το αρχαίο μοναστήρι και οι
πλατείες του μας έδωσαν το στίγμα της σοσιαλιστικής αισθητικής και της ανιστόρητης προσπάθειας τους, να σφετεριστούν ιστορίες άλλων.
Το τριήμερο έκλεισε με την επίσκεψη στην εκπληκτική πόλη της Οχρίδας που βρέχει τα πόδια της στην ομώνυμη λίμνη. Η λίμνη βέβαια από μόνη της είναι μια ολόκληρη ιστορία τόσο γεωλογικά μιας και αποτελεί την βαθύτερη λίμνη της Ευρώπης με τα 180 μέτρα της βάθος όσο και μορφολογικά, μιας και αποτελεί εξαιρετικό τοπίο φυσικής ομορφιάς μα και καθαρότητας υδάτων. Η πόλη στέκεται αμφιθεατρικά και αναδεικνύει όλο τον πολιτιστικό της πλούτο μέσα από στενά καλντερίμια και ρούγες που κρέμονται από πάνω τους σαχνισιά και καφασωτά παράθυρα με δαντελένιες κουρτίνες. Η ακτογραμμή της απολήγει εντυπωσιακά στο νότιο άκρο της στην βραχώδη απόληξη που βρίσκεται ο Βυζαντινός ναός του Αη-Γιάννη Cameo,ίσως το πιο παλιό φωτογραφημένο τοπίο και μεις του δώσαμε και κατάλαβε όπως ήταν φυσικό…
Παρακάτω ήταν το «Κριμήνι» και το γεφύρι του στον ίδιο ποταμό, που υπέκυψε στις σύγχρονες ανάγκες και αποδέχτηκε την άσφαλτο στην ράχη του. Αφού τα ψάλαμε σε άγνωστους αυτουργούς γι’ αυτό το ανοσιούργημα, βαλθήκαμε να αποκαταστήσουμε όπως μπορούσαμε τα πράγματα, ανεβοκατεβαίνοντας στην ρηχή κοίτη, με την μικρή ροή ψάχνοντας την γωνία που θα αναδείκνυε την χαμένη αίγλη της κατασκευής. Το 1802 κτίστηκε και πέντε τόξα είχε και πολλά βάσανα πέρασε στην ροή του χρόνου και άλλοι το ανατινάξανε και άλλοι το ξανακτίσανε μα αυτό άντεξε.
Η ανηφοριά έπρεπε να φτάσει στο αποκορύφωμα της για να μας αποκαλύψει την υπέροχη κοιλάδα με την «Χαραυγή» στο νοτιανατολικό της φρύδι. Εκεί στο στριφογυριστό ασημί του δρόμου μόλις που φαίνονταν το «παλιό μονότοξο γεφύρι» της «Χαραυγής» που γεφυρώνει τα νερά του ρέματος της «Βάθιας». Μας πόζαρε όλο χάρη την μία και μοναδική του καμάρα που καθρεπτίζονταν στον ήλιο και μείς ξεδιπλώσαμε την φωτογραφική μας δεινότητα απαθανατίζοντας τα παιχνίδια του ήλιου που ΄χε ανέβει ψηλά. Πάνω στον οίστρο μας χάσαμε τον Δάνη. Τον πήρε το μάτι μας στο κατόπι ενός μοναχικού ποδηλάτη και δεν φανταστήκαμε πως η χρόνια αγάπη του για το δίκυκλο θα μπορούσε να τον ξεστρατίσει στα παλιά του συνήθεια. Πάνω στην εναγώνια αναζήτηση μας τον είδαμε να καταφθάνει ιδρωμένος μ΄ένα χαμόγελο ίσαμε τα αυτιά. «Να μωρέ! Μέχρι λίγο πιο πάνω πήγα συζητώντας…». Συζητώντας φτάσαμε στην «Χρυσαυγή», παλιό χωριό με ιστορία που φθάνει στα 1543 και πιο πριν ακόμα, με τ΄ όνομα «Μιραλί». Ιστορίες βαμμένες στο αίμα και καταστροφές από Τουρκαλβανούς και σκέτους Τούρκους, αναμίχτηκαν με την σκληρή πέτρα της ψυχής των ντόπιων που επέμειναν και στο τέλος μετά την απελευθέρωση αναπνέοντας τον αέρα της ελευθερίας, ονόμασαν το χωριό τους «Χρυσαυγή». Περιποιημένο χωριό που στο δυτικό του τμήμα βρίσκεται ένα από τα πιο όμορφα γεφύρια με ύψος 9 μέτρων και μονή καμάρα που θεμελιώνεται στα βραχώδη πρανή του «Παλιομάγερου» που αφού περνάει από τον παλιό νερόμυλο καταλήγει στον «Πραμόριτσα».
Οι επόμενες πράξεις του έργου γράφτηκαν σε μεταγενέστερους χρόνους και ανατολικότερα εκεί, που τα Κρούσσια απολήγουν στις απαρχές του σκοτεινού Μπέλες. Η σχεδόν ωοειδής λεκάνη απορροής σχηματίζει την Δοϊράνη που χάριν στις προσπάθειες ένθεν και ένθεν άρχισε να ανακάμπτει. Η Ελληνική ανατολική πλευρά της όχθης της, δείχνει εύγλωττα την προσπάθεια να μείνει εγκαταλειμμένη καθώς κάποιος τους είπε ότι έτσι προσφέρει γλαφυρές εικόνες στους φωτογράφους. Γεμίσαμε και μείς με τις αντανακλάσεις στο ακίνητο νερό και καταγράψαμε-όχι επιτυχημένα πάντα- τα παρυδάτια που έφευγαν τρομαγμένα. Η δυτική πλευρά της λίμνης όμως που αφορά στην Βορειομακεδονική άποψη πραγμάτων, μας εξέπληξε τόσο με την περιποιημένη παρόχθια παραλία όσο και με την φιλοξενία σε όμορφα καταστήματα όπου τα Ελληνικά είναι η δεύτερη γλώσσα. Την τιμήσαμε και μείς για τις επιδαψιλεύσεις που μας πρόσφερε και αφιερώσαμε μεγάλο κομμάτι των πλάνων μας στην αποτύπωση ενός όμορφου τόπου.
Οταν περνούσαμε τα σύνορα κάποιος είπε μετά από μακρά σιωπή «Ρε σείς, ίδιοι σαν και μας είναι…»
Η συνέχεια επί της “οθόνης”…