Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Νίκος Κακαγιάς

Νίκος Κακαγιάς

Το πέρασμα της Κρυσταλλοπηγής δεν  το ήξερε κανείς μέχρι που άνοιξε σαν χαραμάδα ανάσας για ένα ξεχασμένο λαό. Από τότε χιλιάδες εγκλωβισμένων στο καθεστώς της παράνοιας, σκύβοντας  το κεφάλι και μέσα από συμπληγάδες αμοιβαίας καχυποψίας οικοδόμησαν-κυριολεκτικά με τα χέρια τους- μια σχέση που πέρασε από σαράντα κύματα για να φτάσει στην ακτή της απαντοχής. Αυτό που φάνταζε αδιανόητο για τους από ΄δώ της γραμμής πήρε σάρκα και οστά όταν ο Μαμωνάς κλείνοντας τους το μάτι άνοιξε διάπλατα την πόρτα για ζεστό χρήμα.

Τα υπόλοιπα ήταν περίπου μοιραία να ακολουθήσουν και μαζί τους η ευχάριστη έκπληξη μιας όμορφης και αμόλυντης χώρας με την φιλοξενία των κατοίκων της να θυμίζει ξεχασμένα και τώρα πια τελείως ντεμοντέ, σουσούμια των καθ’ ημάς περασμένων γενεών.

 Με κάτι τέτοια στο κουβεντολόϊ ούτε που καταλάβαμε πως περάσαμε τα σύνορα. Ήταν βλέπεις και που δεν βοηθούσε και το τοπίο που ίδιο και απαράλλαχτο με το απ΄ εδώ, θύμιζε το πόσο τεχνητές είναι τελικά οι γραμμές.

Το πέρασμα της Κρυσταλλοπηγής δεν  το ήξερε κανείς μέχρι που άνοιξε σαν χαραμάδα ανάσας για ένα ξεχασμένο λαό. Από τότε χιλιάδες εγκλωβισμένων στο καθεστώς της παράνοιας, σκύβοντας  το κεφάλι και μέσα από συμπληγάδες αμοιβαίας καχυποψίας οικοδόμησαν-κυριολεκτικά με τα χέρια τους- μια σχέση που πέρασε από σαράντα κύματα για να φτάσει στην ακτή της απαντοχής. Αυτό που φάνταζε αδιανόητο για τους από ΄δώ της γραμμής πήρε σάρκα και οστά όταν ο Μαμωνάς κλείνοντας τους το μάτι άνοιξε διάπλατα  την πόρτα για ζεστό χρήμα. Τα υπόλοιπα ήταν περίπου μοιραία να ακολουθήσουν και μαζί τους η ευχάριστη έκπληξη μιας όμορφης και αμόλυντης χώρας με την φιλοξενία των κατοίκων της να θυμίζει ξεχασμένα και τώρα πια τελείως ντεμοντέ, σουσούμια των καθ’ ημάς περασμένων γενεών.

 Με κάτι τέτοια στο κουβεντολόϊ ούτε που καταλάβαμε πως περάσαμε τα σύνορα. Ήταν βλέπεις και που δεν βοηθούσε και το τοπίο που ίδιο και απαράλλαχτο με το απ΄ εδώ, θύμιζε το πόσο τεχνητές είναι τελικά οι γραμμές.

- Κορυτσά / Korçë -

Η Κορυτσά με το βαρύ ιστορικό όνομα απλώνονταν νωχελικά στον κάμπο έχοντας στα νοτιανατολικά της την επιβλητική οροσειρά Μοράβα. Η πόλη απλωμένη και με χαμηλή δόμηση έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας βαλκανικής πόλης με τις πλατείες της και την εμπορική ζωή πέριξ του ιστορικού της κέντρου. Ιστορικό όχι κατ΄επίφαση, μα, με τα χαμηλά οικήματα, τα σαχνισιά και το τραχύ καλντερίμι που το βρήκαμε κάπως άβολο για τα καλομαθημένα μας πόδια. Οι μηχανές γέμιζαν με οικείες σκηνές και που όλοι, όρκο παίρναμε πως είχαμε κάπου ξαναδεί. Υπεράνω όλων όμως το καθήκον που εξαιτίας του, βγάλαμε σαραντάπηχη  γλώσσα

μέχρι να ανέβουμε στο άνω δώμα του πύργου που δέσποζε στην κεντρική πλατεία. Δεν μπορεί, κάποιος διαστροφικός νους συνέλαβε  την ιδέα να λαχανιάζεις, εκτός από το να πληρώνεις αντίτιμο, για να απολαύσεις την θέα. Η θέα ήταν αναμενόμενη βέβαια και ο επιβλητικός όγκος του Μοράβα στα ανατολικά κέρδιζε τις εντυπώσεις με τις κεραμιδένιες στέγες να δίνουν νοσταλγικό χρώμα  στην απλωμένη πόλη. Οι μιναρέδες άγγιζαν τον ουρανό και αντάλλασαν προσευχές με τους τρούλους και μείς αναλωθήκαμε σε πόζες παίζοντας με το φως. Η πόλη ήταν το ίδιο συμπαθητική και από ψηλά και τα χαμηλά τα αφήσαμε για αργότερα.

Η Κορυτσά με το βαρύ ιστορικό όνομα απλώνονταν νωχελικά στον κάμπο έχοντας στα νοτιανατολικά της την επιβλητική οροσειρά Μοράβα. Η πόλη απλωμένη και με χαμηλή δόμηση έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας βαλκανικής πόλης με τις πλατείες της και την εμπορική ζωή πέριξ του ιστορικού της κέντρου. Ιστορικό όχι κατ΄επίφαση, μα, με τα χαμηλά οικήματα, τα σαχνισιά και το τραχύ καλντερίμι που το βρήκαμε κάπως άβολο για τα καλομαθημένα μας πόδια. Οι μηχανές γέμιζαν με οικείες σκηνές και που όλοι, όρκο παίρναμε πως είχαμε κάπου ξαναδεί. Υπεράνω όλων όμως το καθήκον που εξαιτίας του,  βγάλαμε σαραντάπηχη  γλώσσα μέχρι να ανέβουμε στο άνω δώμα του πύργου που δέσποζε στην κεντρική πλατεία. Δεν μπορεί, κάποιος διαστροφικός νους συνέλαβε  την ιδέα να λαχανιάζεις, εκτός από το να πληρώνεις αντίτιμο, για να απολαύσεις την θέα. Η θέα ήταν αναμενόμενη βέβαια και ο επιβλητικός όγκος του Μοράβα στα ανατολικά κέρδιζε τις εντυπώσεις με τις κεραμιδένιες στέγες να δίνουν νοσταλγικό χρώμα  στην απλωμένη πόλη. Οι μιναρέδες άγγιζαν τον ουρανό και αντάλλασαν προσευχές με τους τρούλους και μείς αναλωθήκαμε σε πόζες παίζοντας με το φως. Η πόλη ήταν το ίδιο συμπαθητική και από ψηλά και τα χαμηλά τα αφήσαμε για αργότερα.

- Pustec -

Βόρεια η πορεία που χαράξαμε προς στην νότια όχθη της μεγάλης Πρέσπας που μοιράζεται στους τρείς γείτονες. Η ίδια παντελώς αδιάφορη και εγκαταλειμμένη βλέπει τις όχθες της να μαραζώνουν καθώς στεγνώνει στους άνυδρους καιρούς και ούτε που φανταζόταν πως θα μπορούσε να αποτελέσει σκηνικό για φωτογραφικά ενσταντανέ. Το Pustec παραλίμνιο χωρουδάκι με το μάλλον αμήχανο όνομα, έστεκε το ίδιο άδειο και εγκαταλειμμένο. Ο εντυπωσιακός αριθμός νέων οικημάτων επιβεβαιώνει την νέα θεώρηση πραγμάτων της Βαλκανικής που η νοσταλγία και οι αιματηρές οικονομίες των μισεμένων στις αγορές της εσπερίας, αντικαθιστούν τις προγονικές εστίες με νέες για να πάρουν κι αυτές την σειρά τους, στην γραμμή της απαξίωσης. Η βαρκάδα που αναμέναμε δεν έγινε ποτέ μιας και ο βαρδάρης ανακάτευε επικίνδυνα τα μαλλιά μας μαζί με την επιφάνεια της λίμνης. Πήραμε κι εμείς το δρόμο της επιστροφής προσδοκώντας ανάσταση σε ταβερνείο της περιοχής, που αποδείχτηκε ικανοποιητικό και για την τσέπη του εστιάτορα, που εκτός από τις επιδαψιλεύσεις μας φόρτωσε κι ένα Ελληνικότατο λογαριασμό, « Έλληνας, αφού…»

- Μονή Οσίου Ναούμ / Sveti Naum -

Το πρωινό της δεύτερης μέρας ήταν πιο φωτεινό και η διάθεση της παρέας ακολούθησε μοιραία. Ακόμη πιο βόρεια ήταν η κατάληξη και άλλη μια λίμνη ήταν ο προορισμός. Η Οχρίδα όμως ήταν αντάξια της φήμης της και αφού το Πόγραδετς μας άφησε να περάσουμε, φθάσαμε στα σύνορα με την άλλη γειτόνισσα, για το μοναστήρι του όσιου Ναούμ. Είχαν εμπειρίες κάποιοι στην παρέα και παρά το πρωινό της ώρας οι ορδές προφανώς για να προλάβουν τις επόμενες ορδές είχαν την ίδια σκέψη με μας και ενέσκηψαν το ίδιο νωρίς. Εμείς τρέχοντας και σκοντάφτοντας να προλάβουμε άδειες από ανθρώπινη παρουσία γωνιές, από τον ομολογουμένως όμορφο τόπο, καταβάλαμε αρκετή προσπάθεια. Στο τέλος βέβαια, πάντα τα ψιλοκαταφέρνουμε και προλάβαμε και το καφεδάκι μας παρέα με τα συμπαθή πλήθη.

- Πόγραδετς / Pogradec -

Ανάποδα τις μηχανές πρόσταξε ο Καπτά Δήμος και άντε πάλι στο Πόγραδετς. «Μα που σταματάμε; ΄Ντάξ΄την είδαμε την όχθη της λίμνης!» Τον είδαμε να χάνεται σε ένα πάρκο απέναντι από τα νερά της λίμνης και πιστοί ακολουθήσαμε. Ε! δεν ήταν αυτό που λέμε ένα πάρκο!… ήταν μια τεράστια έκταση πλήρως διαμορφωμένη σε νησίδες ανάμεσα σε κανάλια τρεχούμενου νερού, με δρόμους περιπάτου κάτω από την φυσική ομπρέλα πανύψηλων δέντρων, ξέφωτα με γρασίδι λουσμένα στο φώς και μείς χαμένοι με το στόμα ανοιχτό όσο και τα διαφράγματα στους φακούς μας, παίζαμε με το φώς στις φυλλωσιές. Ξεχαστήκαμε στο τέλος σαν παιδιά σε σχολική εκδρομή και κάποια αβίαστα συμπεράσματα που γκρέμισαν και τα τελευταία στερεότυπα για τους συμπαθείς μας γείτονες, έκαναν ακόμη πιο δυσάρεστη την σύγκριση με τα καθ΄ημάς. «Να εδώ το σπίτι του Χότζα που φυλάσσονταν από άρμα μάχης…» πρόσθεσε ο Δήμος και μείς δυσανεσχετίσαμε όχι τόσο για το τάνκς όσο για το ότι μας χάλασε η διάθεση να σκεφτόμαστε την βαθειά αντίφαση λόγων και έργων εν ονόματι των συμφερόντων ενός λαού που εν τω μεταξύ στέναζε στην κυριολεξία κάτω από τον αναχρονιστικό αυταρχισμό ενός παρανοϊκού. Ευτυχώς η θλιβερή παρένθεση ήταν όση και το μήκος του σπιτιού και ξεχαστήκαμε περπατώντας στην όμορφη παράλια ζώνη κατά μήκος της Οχρίδας που να τονισθεί είναι από τις καθαρότερες και βαθύτερες λίμνες της Ευρώπης, με βάθος 180μ. Κουβεντολόϊ και χαλαρή διάθεση που διανθίζονταν από τις φωνές της πιτσιρικαρίας που έκανε ποδήλατο τρέχοντας ανάμεσα στον κόσμο που απολάμβανε τον απογευματινό ήλιο, δεν εξιτάριζαν την φωτογραφική μας φαντασία αλλά ουδόλως μας ξένισε.

« Που ΄ναι ο Δάνης, ρε παιδιά;»
« Έμεινε πίσω, το κατόπι ενός πιτσιρίκου προσπαθώντας να πιάσει την στιγμή που η μπάλα φεύγει για το καλάθι…»

Κάποιοι μειδίασαν και κάποιος μουρμούρισε «Του λείπει ο εγγονός του και το γηπεδάκι του μπάσκετ…» και κάπως έτσι φτάσαμε κατάκοποι στην στιγμή που εγκαταλείψαμε το απλόχωρο και γελαστό Πόγραδετς που δεν φτάνει την γραφικότητα της πόλης στην απέναντι πλευρά της λίμνης, αλλά προσφέρει απλόχερα αυτό που θα ζήλευαν πολλές πόλεις στην Ελλάδα, απλοχωριά και αίσθηση ελευθερίας.

- Κορυτσά / Korçë -

Τα πόδια μας, έστελναν δυσοίωνα μηνύματα αλλά η Κορυτσά με το ιστορικό της κέντρο μας περίμενε για να αποκαλύψει και τα τελευταία της μυστικά. Πιστοί εμείς στις επιταγές της δεν αφήσαμε ρούγα για ρούγα απερπάτητη, τοποθετώντας ένα-ένα τα κομματάκια του παζλ της τελικής εικόνας, που άφησε για το τελευταίο της κομμάτι την έκπληξη. Περιποιημένο διώροφο κτίριο σε μοντέρνο αρχιτεκτονικά σχέδιο, μας αποκάλυψε στο έμπα του τον Ελληνικό δάκτυλο στην υλοποίηση του και στο εσωτερικό του την απίστευτη συλλογή εικόνων από το Βυζαντινό παρελθόν και όχι μόνο. Δεν ήταν όμως το κυρίαρχο ερώτημα του πως υλοποιήθηκε αυτό το όντως εντυπωσιακό μουσείο που μας απασχόλησε, αλλά το πως τόσα κειμήλια διασώθηκαν, διατηρήθηκαν και στο τέλος αποκαλύφθηκαν περνώντας από τόσα χρόνια ζόφου και δηλωμένου πολέμου ενάντια σε κάθε μορφή θρησκείας μέχρι να το επιτρέψουν οι καιροί. Τις εντυπώσεις έκλεψε τέλος η παρουσία στο άνω δώμα ολόκληρου του ξυλόγλυπτου τέμπλου μιας εκκλησιάς από την Ερσέκα υποβλητικά φωτισμένο, που πρόσφερε ευκαιρίες στην ομάδα να ολοκληρώσει με τον δέοντα τρόπο την κοπιαστική ημέρα. Στο τραπέζι που ακολούθησε κάποιος είπε ότι καταγράφηκαν 15 χιλιόμετρα πεζοπορίας στο οδόμετρο της παρέας.

Μπορεί η κούραση να είχε διαγραφεί στα πρόσωπα αλλά η γεμάτη μέρα είχε ζωγραφίσει χαμόγελα που πλάτυναν καθώς η αρίδα  των ταλαίπωρων έβρισκε παρηγοριά στους αναπαυτικούς καναπέδες του σαλονιού της φιλοξενίας.

«Η νύχτα είναι νεαρή…» έσκουξε κάποιος και δυο μοναχικοί καοϋμπόηδες βγήκαν να δουν πως λάμπουν τα φώτα της πόλης κάτω  απ’ το νυχτερινό ουρανό. Ο καιρός υγρός και κρύος ήταν ο καταλύτης στην απόφαση των ντόπιων να μείνουν στη βολή και τη ζεστασιά των σπιτιών τους και τα βρεγμένα πλακόστρωτα στα σοκάκια ένιωθαν την απουσία του ήχου των τακουνιών. Το βράδυ έκλεισε σε ατμόσφαιρα εισαγώμενης Ιρλανδέζικης pub μουσκεύοντας τα λαρύγγια με τοπική μπύρα υπό τους ήχους παλιών ροκ τραγουδιών.

- Μοσχόπολη / Voskopoje -

Το τελευταίο πρωινό ήταν το ίδιο γελαστό με το πρόσωπο του σπιτονοικοκύρη και συνοδεύτηκε από τηγανίτες και τυρί φτιαγμένες από την συμβία του σαν κατευόδιο για την πορεία μας προς τα βουνά, βορειοδυτικά. Κάπου εκεί σε μια πλαγιά έστεκε το όμορφο χωριό πια, της κάποτε ακμαίας Μοσχόπολης με την πλούσια ιστορία της και την σπουδαία της προσφορά στα Ελληνικά γράμματα. Η ακμή της κορυφώθηκε τον 17ο αιώνα για να κυλήσει ανεπαισθήτως στην λήθη και να φθάσει στο σήμερα σαν Voskopoje, με καμιά διακοσαριά νοματαίους βλαχόφωνους ορθόδοξους και με λαμπρό τουριστικό μέλλον σαν ορεινός προορισμός.

Η πρώτη στάση με τον λαμπρό ήλιο να στραφταλιάζει στις σταγόνες της δροσιάς ήταν ασφαλώς στο μονότοξο πέτρινο γεφύρι, που διατηρείται θαυμάσια. Ακολούθησε η εκκλησία του Αγ. Αθανασίου μονόκλιτη βασιλική, με το κοιμητήριο στην αυλή της και με τα Ελληνικά ονόματα στις ταφικές στήλες. Κάτι σιγομουρμούρισε ο Ευτύχης στο αυτί του Δήμου και κάτι ρώτησε σε ένα συμπαθή βοσκό παραπέρα, για να του δείξει μια κατεύθυνση προς τα ανατολικά αυτός. Το Shipske ή Σίπισχα άλλως, ήταν κι αυτό βλαχοχώρι στην παλιά περιφέρεια της Μοσχόπολης και για κει πήραμε το δρόμο που παρ΄ότι χωμάτινος δεν πτόησε τον Δήμο, που μη δεί κακοτράχαλο, εκεί…

Μετά επαρκές ταρακούνημα φτάσαμε στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου στην είσοδο –χωριό δεν το λες- και ξεπεζέψαμε για πρώτη αυτοψία του χώρου. Το καθολικό του παλιού μοναστηριού σαν μοναδικό απομεινάρι από το παλιό συγκρότημα, έφερε εμφανή σημάδια αναστήλωσης και με Ελληνική συμμετοχή μάλιστα , σύμφωνα με αναρτημένη πινακίδα. Χαθήκαμε εμείς ψάχνοντας γωνιές για λήψεις κι όταν ξαναβρεθήκαμε είδαμε το βλοσυρό βλέμμα του Ευτύχη να μας ανακοινώνει . «Εδώ ήταν..»

«Δεκέμβρης πρέπει να ΄ταν, το χιόνι έφθανε μέχρι την μέση μας και ΄μείς μπήκαμε, μια διμοιρία με το λοχαγό στο μοναστήρι για να προφυλαχτούμε από τον ψόφο έξω. Το πρωί μας ξύπνησε το μπαράζ των Ιταλών που παρότι οπισθοχωρούσαν μας χτυπούσαν από ψηλά. Πήρα το Μπρεν και βγήκα από το πλαϊνό πορτί. Οι σφαίρες κοσκίνιζαν το χιόνι και τα δάχτυλα πάγωναν στην σκανδάλη. Οι ριπές του πολυβόλου μου έδωσαν την ευκαιρία στους Ιταλούς να με εντοπίσουν, μα είχα λυσσάξει. « Ρε Γιώργη το μπράτσο σου είναι μούσκεμα από το αίμα…» είπε ο λοχίας και τότε μόνο το είδα. Με πήραν για επίδεση στην βάση κάτω από την Μοσχόπολη εκεί που είχαν τα πρόχειρα χειρουργεία. Μπήκε από την μια και βγήκε από την άλλη, χωρίς να πειράξει το κόκκαλο. « Να μείνεις στο αναρρωτήριο» είπε ο γιατρός, αλλά εγώ είχα αφήσει τους άλλους επάνω να τα βγάλουν πέρα. Μια χούφτα ρε παιδί μου, ήταν. Ξαναγύρισα και πήρα το μπρεν και ούτε κατάλαβα πόσες γεμιστήρες έριξα. Έφαγα άλλη μια στο μπούτι παιδί μου και είδα τον ουρανό σφοντύλι. Με κατέβασαν για δεύτερη φορά κάτω…Έτσι πολεμούσαμε.»

Οι καφέδες στην όμορφη αυλίτσα που καθίσαμε ήταν αξιοπρεπείς και όταν αρχίσαμε να ψάχνουμε τις τσέπες για το αντίτιμο ακούστηκε η βραχνή φωνή του Ευτύχη. «Δικά μου αυτά…σαν μνημόσυνο, ρε.» Γυρίσαμε και είδαμε τον ψηλό της παρέας θαρρείς ακόμα πιο ψηλό και κεί στην άκρη του ματιού του την πρωινή αχτίδα που τσακμάκιζε στην σταγόνα.

Κανείς δεν μίλησε και τα κεφάλια έγειραν … «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».