Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Δημοσθένης Σεϊταρίδης

Στην εμμονική και εν πολλοίς ατεκμηρίωτη παρόρμηση, για αναδίφηση του παρελθόντος υποκλινόμενοι, ξεκινήσαμε. Προορισμός μας, τα χωριά της “λάσπης”,στις εσχατιές της χώρας με το βαρύ ιστορικό φορτίο. Πρώτη στάση το λιμανάκι του “Μαύροβου-Μαυροχωρίου” στην ανατολική όχθη της νωχελικής “Ορεστειάδας”. Το καλωσόρισμα του στρατηλάτη ήλιου μας γέμισε εικόνες και καθολική ανατριχίλα-ουδόλως μεταφορική- μιας και η τσουχτερή αχλύς τρυπούσε κόκκαλα.

Δεύτερη στάση ο “Λαδοπόταμος” και το γιοφύρι του στα δυτικά της λίμνης, στην Κορομηλιά. Στέκει ακόμη όρθιο παρά την εμφανή εγκατάλειψη για να μας θυμίζει πως, κάποτε γίνονταν τα έργα υποδομής. Επόμενη στάση τα χωριά της λήθης, σπαράγματα μιας άλλης καθημαγμένης ζωής. Στέκουν εκεί αιώνες τώρα μαρτυρώντας μια ζωή άλλων εποχών, άλλων ανθρώπων που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν,  πολέμησαν και έχυσαν το αίμα τους στο πλευρό των συντρόφων τους.

Αγωνίσθηκαν δίχως να έχει σημασία πια, η μεριά που συντάχθηκε ο καθένας. Πίστεψαν όλοι ότι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα για μια χωμάτινη στέγη έστω, κάτω από τον ήλιο, ένα κομμάτι γης, μια οικογένεια και μια καλημέρα από τον γείτονα τους. Τα ερειπωμένα χωριά τους βαμμένα με το ίδιο χρώμα αυτού που κυλά στις φλέβες όλων, μαρτυρούν την απαρασάλευτη αρχή που διέπει τα πάντα. “Χούς εί και εις χούν απελεύσει…”

Στην εμμονική και εν πολλοίς ατεκμηρίωτη παρόρμηση, για αναδίφηση του παρελθόντος υποκλινόμενοι, ξεκινήσαμε. Προορισμός μας, τα χωριά της “λάσπης”,στις εσχατιές της χώρας με το βαρύ ιστορικό φορτίο. Πρώτη στάση το λιμανάκι του “Μαύροβου-Μαυροχωρίου” στην ανατολική όχθη της νωχελικής “Ορεστειάδας”. Το καλωσόρισμα του στρατηλάτη ήλιου μας γέμισε εικόνες και καθολική ανατριχίλα-ουδόλως μεταφορική- μιας και η τσουχτερή αχλύς τρυπούσε κόκκαλα.

Δεύτερη στάση ο “Λαδοπόταμος” και το γιοφύρι του στα δυτικά της λίμνης, στην Κορομηλιά. Στέκει ακόμη όρθιο παρά την εμφανή εγκατάλειψη για να μας θυμίζει πως, κάποτε γίνονταν τα έργα υποδομής.

Επόμενη στάση τα χωριά της λήθης, σπαράγματα μιας άλλης καθημαγμένης ζωής. Στέκουν εκεί αιώνες τώρα μαρτυρώντας μια ζωή άλλων εποχών, άλλων ανθρώπων που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν,  πολέμησαν και έχυσαν το αίμα τους στο πλευρό των συντρόφων τους.  Αγωνίσθηκαν δίχως να έχει σημασία πια, η μεριά που συντάχθηκε ο καθένας. Πίστεψαν όλοι ότι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα για μια χωμάτινη στέγη έστω, κάτω από τον ήλιο, ένα κομμάτι γης, μια οικογένεια και μια καλημέρα από τον γείτονα τους. Τα ερειπωμένα χωριά τους βαμμένα με το ίδιο χρώμα αυτού που κυλά στις φλέβες όλων, μαρτυρούν την απαρασάλευτη αρχή που διέπει τα πάντα. “Χούς εί και εις χούν απελεύσει…”