Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Γιώργος Τζημαγιώργης

«Βόϊον όρος»… Πολλοί θα σε κοιτάξουν με απορία και οι λίγοι, οι ψαγμένοι θα κατανεύσουν. Ορεινός όγκος στα δυτικά του νομού Κοζάνης και στα βορειανατολικά των Γρεβενών, φιλοξενεί χωριά με ιστορία και παράδοση ζυμωμένη με την πέτρα, που η αξιοσύνη των κατοίκων μετέτρεψε σε τέχνη που επιμένει να στέκει μέχρι τις μέρες μας. Εκείνων τα τεχνήματα βάλθηκε να καταγράψει η φωτογραφική ματιά της ομάδας και πήρε τα βουνά εκείνο το τσουχτερό πρωινό του Νοέμβρη πριν ο ήλιος στείλει το πρώτο του φιλί. Απ΄το Τσοτύλι στρίψαμε νοτιοδυτικά και αρχίσαμε την φιδωτή ανάβαση προς το Ανθοχώρι και λίγο μετά, στα ανεβάσματα, εκεί που στο μάτι φάνηκε η πρώτη

ακτίνα της ροδομάγουλης αυγής σταματήσαμε για να αποτίσουμε, φόρο τιμής στον στρατηλάτη ήλιο. Έξω από το Ανθοχώρι, στην μικρή κοιλάδα είδαμε την λυγερή φιγούρα του «Πραμόριτσα» να λιάζεται νωχελικά στο χλωμό φώς. Το γιοφύρι, έξω από την ροή του δρόμου ξεχωρίζει με την επιβλητική του μορφή και τα τέσσερα  του τόξα πάνω στο ποτάμι και στέκει γεφυρώνοντας ζωές, αδιαμαρτύρητα από το 1870. Λένε πως είναι το δεύτερο σε μήκος γιοφύρι της Μακεδονίας. Με τον προσήκοντα θαυμασμό και επιμέλεια στην αποτύπωση κάθε λεπτομέρειας του, πορευτήκαμε για κα΄να δύο ώρες μέχρι να ξυλιάσουν τα δάχτυλα στο κουμπί του κλείστρου και να αρχίσουν τα πρώτα παρακάλια στον Δήμο να πάμε παρακάτω.   

«Βόϊον όρος»… Πολλοί θα σε κοιτάξουν με απορία και οι λίγοι, οι ψαγμένοι θα κατανεύσουν. Ορεινός όγκος στα δυτικά του νομού Κοζάνης και στα βορειανατολικά των Γρεβενών, φιλοξενεί χωριά με ιστορία και παράδοση ζυμωμένη με την πέτρα, που η αξιοσύνη των κατοίκων μετέτρεψε σε τέχνη που επιμένει να στέκει μέχρι τις μέρες μας. Εκείνων τα τεχνήματα βάλθηκε να καταγράψει η φωτογραφική ματιά της ομάδας και πήρε τα βουνά εκείνο το τσουχτερό πρωινό του Νοέμβρη πριν ο ήλιος στείλει το πρώτο του φιλί. Απ΄το Τσοτύλι στρίψαμε νοτιοδυτικά και αρχίσαμε την φιδωτή ανάβαση προς το Ανθοχώρι και λίγο μετά, στα ανεβάσματα, εκεί που στο μάτι φάνηκε η πρώτη ακτίνα της ροδομάγουλης αυγής σταματήσαμε για να αποτίσουμε, φόρο τιμής στον στρατηλάτη ήλιο. Έξω από το Ανθοχώρι, στην μικρή κοιλάδα είδαμε την λυγερή φιγούρα του «Πραμόριτσα» να λιάζεται νωχελικά στο χλωμό φώς. Το γιοφύρι, έξω από την ροή του δρόμου ξεχωρίζει με την επιβλητική του μορφή και τα τέσσερα  του τόξα πάνω στο ποτάμι και στέκει γεφυρώνοντας ζωές, αδιαμαρτύρητα από το 1870. Λένε πως είναι το δεύτερο σε μήκος γιοφύρι της Μακεδονίας. Με τον προσήκοντα θαυμασμό και επιμέλεια στην αποτύπωση κάθε λεπτομέρειας του, πορευτήκαμε για κα΄να δύο ώρες μέχρι να ξυλιάσουν τα δάχτυλα στο κουμπί του κλείστρου και να αρχίσουν τα πρώτα παρακάλια στον Δήμο να πάμε παρακάτω.   

Παρακάτω ήταν το «Κριμήνι» και το γεφύρι του στον ίδιο ποταμό, που υπέκυψε στις σύγχρονες ανάγκες και αποδέχτηκε την άσφαλτο στην ράχη του. Αφού τα ψάλαμε σε άγνωστους αυτουργούς γι’ αυτό το ανοσιούργημα, βαλθήκαμε να αποκαταστήσουμε όπως μπορούσαμε τα πράγματα, ανεβοκατεβαίνοντας στην ρηχή κοίτη, με την μικρή ροή ψάχνοντας την γωνία που θα αναδείκνυε την χαμένη αίγλη της κατασκευής. Το 1802 κτίστηκε και πέντε τόξα είχε και πολλά βάσανα πέρασε στην ροή του χρόνου και άλλοι το ανατινάξανε και άλλοι το ξανακτίσανε μα αυτό άντεξε.

  Η ανηφοριά έπρεπε να φτάσει στο αποκορύφωμα της για να μας αποκαλύψει την υπέροχη κοιλάδα με την «Χαραυγή» στο νοτιανατολικό της φρύδι. Εκεί στο στριφογυριστό ασημί του δρόμου μόλις που φαίνονταν το «παλιό μονότοξο γεφύρι» της «Χαραυγής» που γεφυρώνει τα νερά του ρέματος της «Βάθιας». Μας πόζαρε όλο χάρη την μία και μοναδική του καμάρα που καθρεπτίζονταν στον ήλιο και μείς ξεδιπλώσαμε την

φωτογραφική μας δεινότητα απαθανατίζοντας τα παιχνίδια του ήλιου που ΄χε ανέβει ψηλά. Πάνω στον οίστρο μας χάσαμε τον Δάνη. Τον πήρε το μάτι μας στο κατόπι ενός μοναχικού ποδηλάτη και δεν φανταστήκαμε πως η χρόνια αγάπη του για το δίκυκλο θα μπορούσε να τον ξεστρατίσει στα παλιά του συνήθεια. Πάνω στην εναγώνια αναζήτηση μας τον είδαμε να καταφθάνει ιδρωμένος μ΄ένα χαμόγελο ίσαμε τα αυτιά. «Να μωρέ! Μέχρι λίγο πιο πάνω πήγα συζητώντας…». Συζητώντας φτάσαμε στην «Χρυσαυγή», παλιό χωριό με ιστορία που φθάνει στα 1543 και πιο πριν ακόμα, με τ΄ όνομα «Μιραλί». Ιστορίες βαμμένες στο αίμα και καταστροφές από Τουρκαλβανούς και σκέτους Τούρκους, αναμίχτηκαν με την σκληρή πέτρα της ψυχής των ντόπιων που επέμειναν και στο τέλος μετά την απελευθέρωση αναπνέοντας τον αέρα της ελευθερίας, ονόμασαν το χωριό τους «Χρυσαυγή». Περιποιημένο χωριό που στο δυτικό του τμήμα βρίσκεται ένα από τα πιο όμορφα γεφύρια με ύψος 9 μέτρων και μονή καμάρα που θεμελιώνεται στα βραχώδη πρανή του «Παλιομάγερου» που αφού περνάει από τον παλιό νερόμυλο καταλήγει στον «Πραμόριτσα». 

Παρακάτω ήταν το «Κριμήνι» και το γεφύρι του στον ίδιο ποταμό, που υπέκυψε στις σύγχρονες ανάγκες και αποδέχτηκε την άσφαλτο στην ράχη του. Αφού τα ψάλαμε σε άγνωστους αυτουργούς γι’ αυτό το ανοσιούργημα, βαλθήκαμε να αποκαταστήσουμε όπως μπορούσαμε τα πράγματα, ανεβοκατεβαίνοντας στην ρηχή κοίτη, με την μικρή ροή ψάχνοντας την γωνία που θα αναδείκνυε την χαμένη αίγλη της κατασκευής. Το 1802 κτίστηκε και πέντε τόξα είχε και πολλά βάσανα πέρασε στην ροή του χρόνου και άλλοι το ανατινάξανε και άλλοι το ξανακτίσανε μα αυτό άντεξε.

  Η ανηφοριά έπρεπε να φτάσει στο αποκορύφωμα της για να μας αποκαλύψει την υπέροχη κοιλάδα με την «Χαραυγή» στο νοτιανατολικό της φρύδι. Εκεί στο στριφογυριστό ασημί του δρόμου μόλις που φαίνονταν το «παλιό μονότοξο γεφύρι» της «Χαραυγής» που γεφυρώνει τα νερά του ρέματος της «Βάθιας». Μας πόζαρε όλο χάρη την μία και μοναδική του καμάρα που καθρεπτίζονταν στον ήλιο και μείς ξεδιπλώσαμε την φωτογραφική μας δεινότητα απαθανατίζοντας τα παιχνίδια του ήλιου που ΄χε ανέβει ψηλά. Πάνω στον οίστρο μας χάσαμε τον Δάνη. Τον πήρε το μάτι μας στο κατόπι ενός μοναχικού ποδηλάτη και δεν φανταστήκαμε πως η χρόνια αγάπη του για το δίκυκλο θα μπορούσε να τον ξεστρατίσει στα παλιά του συνήθεια. Πάνω στην εναγώνια αναζήτηση μας τον είδαμε να καταφθάνει ιδρωμένος μ΄ένα χαμόγελο ίσαμε τα αυτιά. «Να μωρέ! Μέχρι λίγο πιο πάνω πήγα συζητώντας…». Συζητώντας φτάσαμε στην «Χρυσαυγή», παλιό χωριό με ιστορία που φθάνει στα 1543 και πιο πριν ακόμα, με τ΄ όνομα «Μιραλί». Ιστορίες βαμμένες στο αίμα και καταστροφές από Τουρκαλβανούς και σκέτους Τούρκους, αναμίχτηκαν με την σκληρή πέτρα της ψυχής των ντόπιων που επέμειναν και στο τέλος μετά την απελευθέρωση αναπνέοντας τον αέρα της ελευθερίας, ονόμασαν το χωριό τους «Χρυσαυγή». Περιποιημένο χωριό που στο δυτικό του τμήμα βρίσκεται ένα από τα πιο όμορφα γεφύρια με ύψος 9 μέτρων και μονή καμάρα που θεμελιώνεται στα βραχώδη πρανή του «Παλιομάγερου» που αφού περνάει από τον παλιό νερόμυλο καταλήγει στον «Πραμόριτσα». 

Κατεβήκαμε στην κοίτη για να αντικρύσουμε την περήφανη πέτρινη θωριά του μένοντας ενεοί στην μαστοριά που έγινε τέχνη. Τα χαμόγελα αποτύπωναν την ευδία στις ψυχές και αποκρυσταλλώθηκαν στο μοναδικό καφενείο, που μας άνοιξε την καρδιά του και μας διηγήθηκε παλιές ιστορίες για ανθρώπους και αρκούδες που έφταναν μέχρι τον αυλόγυρο της παλιάς πετρόκτιστης εκκλησιάς. Καμιά 50 νοματαίοι τον χειμώνα αυγαταίνουν το καλοκαίρι, καθώς γυρίζουν στα γενέθλια χώματα για να λουστούν στα νάματα της νοσταλγίας και να νοιαστούν την πέτρινη πατρογονική κληρονομιά. Αυτή που απαθανατίσαμε και μείς στην μικρή μας βόλτα, μέχρι το παλιό κοιμητήριο στην ράχη έξω από το χωριό, που δεσπόζει με την πέτρινη αψιδωτή είσοδο που φέρει ανάγλυφη απειλητική μορφή στην κορυφή της αψίδας που κρατά ρομφαία στο ένα χέρι και παιδί από τα μαλλιά στο άλλο. Ανάγλυφη επίσης επιγραφή διατρέχει το τόξο της αψίδας με το σαρκαστικό περιεχόμενο «αιώνια πολιτεία του μέλλοντος» να ειδοποιεί τους μελλοντικούς της κατοίκους. Ένα σχετικό ρίγος που διέτρεξε προς στιγμή τους αυχένες, γρήγορα λησμονήθηκε υπό το άγχος  της ώρας που έτρεχε.

 

Τρέξαμε και ‘μείς στον χωματόδρομο με τον Δημοσθένη να δίνει μαθήματα οδήγησης στο χωμάτινο τερέν για να φθάσουμε στο «Δασύλλιο» με το γεφύρι του να στραφταλιάζει στον ήλιο. Χτισμένο το 1910 ανάμεσα στα χωριά Δασύλλιο, Καλλονή και Τρίκορφο, μονότοξο  γεφυρώνει τα νερά του Μαεριώτικου ρέματος  που σχηματίζουν μικρό καταρράκτη πριν να φτάσουν στο γεφύρι. Οι φωτογράφοι καταρράκτη μη δουν και ‘μείς δεν αποτελέσαμε εξαίρεση. Ανφάς και προφίλ, με όλες τις δυνατές γωνίες λήψης και τέλος πάντων μας βαρέθηκε και το γεφύρι και έτσι αποφασίσαμε να πάμε παρακάτω. Καλλονή με τ΄ όνομα και κούκλα πραγματική σε οικοδομικό οίστρο αποκατάστασης θυμίζει κινηματογραφικό σκηνικό. Χτισμένη σε πλαγιά με κλίση που κατανοήθηκε επαρκώς από την γλώσσα που ΄φτασε  στο χώμα και σε αμφιθεατρική διάταξη κρατάει μετερίζι από το 1690 με την πάλαι ποτέ ονομασία «Λούτζι». Επόμενη στάση «Δίλοφο», μια αετοφωλιά με υπέροχη θέα προς τον τελευταίο προορισμό, τον «Πεντάλοφο». Στο «Δίλοφο» μας ράγισαν την ψυχή οι ρωγμές στην παλιά εκκλησία από τον σεισμό της Κοζάνης το μακρινό 1995 που κανείς δεν φρόντισε να αποκατασταθούν. Η βαριά κλειδωνιά μας έκλεισε το έμπα στον σεπτό χώρο και μείναμε εμείς απ΄ έξω, με την ίδια ρωγμή στην ψυχή.

Κατεβήκαμε στην κοίτη για να αντικρύσουμε την περήφανη πέτρινη θωριά του μένοντας ενεοί στην μαστοριά που έγινε τέχνη. Τα χαμόγελα αποτύπωναν την ευδία στις ψυχές και αποκρυσταλλώθηκαν στο μοναδικό καφενείο, που μας άνοιξε την καρδιά του και μας διηγήθηκε παλιές ιστορίες για ανθρώπους και αρκούδες που έφταναν μέχρι τον αυλόγυρο της παλιάς πετρόκτιστης εκκλησιάς. Καμιά 50 νοματαίοι τον χειμώνα αυγαταίνουν το καλοκαίρι, καθώς γυρίζουν στα γενέθλια χώματα για να λουστούν στα νάματα της νοσταλγίας και να νοιαστούν την πέτρινη πατρογονική κληρονομιά. Αυτή που απαθανατίσαμε και μείς στην μικρή μας βόλτα, μέχρι το παλιό κοιμητήριο στην ράχη έξω από το χωριό, που δεσπόζει με την πέτρινη αψιδωτή είσοδο που φέρει ανάγλυφη απειλητική μορφή στην κορυφή της αψίδας που κρατά ρομφαία στο ένα χέρι και παιδί από τα μαλλιά στο άλλο. Ανάγλυφη επίσης επιγραφή διατρέχει το τόξο της αψίδας με το σαρκαστικό περιεχόμενο «αιώνια πολιτεία του μέλλοντος» να ειδοποιεί τους μελλοντικούς της κατοίκους. Ένα σχετικό ρίγος που διέτρεξε προς στιγμή τους αυχένες, γρήγορα λησμονήθηκε υπό το άγχος  της ώρας που έτρεχε.

Τρέξαμε και ‘μείς στον χωματόδρομο με τον Δημοσθένη να δίνει μαθήματα οδήγησης στο χωμάτινο τερέν για να φθάσουμε στο «Δασύλλιο» με το γεφύρι του να στραφταλιάζει στον ήλιο. Χτισμένο το 1910 ανάμεσα στα χωριά Δασύλλιο, Καλλονή και Τρίκορφο, μονότοξο  γεφυρώνει τα νερά του Μαεριώτικου ρέματος  που σχηματίζουν μικρό καταρράκτη πριν να φτάσουν στο γεφύρι. Οι φωτογράφοι καταρράκτη μη δουν και ‘μείς δεν αποτελέσαμε εξαίρεση. Ανφάς και προφίλ, με όλες τις δυνατές γωνίες λήψης και τέλος πάντων μας βαρέθηκε και το γεφύρι και έτσι αποφασίσαμε να πάμε παρακάτω. Καλλονή με τ΄ όνομα και κούκλα πραγματική σε οικοδομικό οίστρο αποκατάστασης θυμίζει κινηματογραφικό σκηνικό. Χτισμένη σε πλαγιά με κλίση που κατανοήθηκε επαρκώς από την γλώσσα που ΄φτασε  στο χώμα και σε αμφιθεατρική διάταξη κρατάει μετερίζι από το 1690 με την πάλαι ποτέ ονομασία «Λούτζι». Επόμενη στάση «Δίλοφο», μια αετοφωλιά με υπέροχη θέα προς τον τελευταίο προορισμό, τον «Πεντάλοφο». Στο «Δίλοφο» μας ράγισαν την ψυχή οι ρωγμές στην παλιά εκκλησία από τον σεισμό της Κοζάνης το μακρινό 1995 που κανείς δεν φρόντισε να αποκατασταθούν. Η βαριά κλειδωνιά μας έκλεισε το έμπα στον σεπτό χώρο και μείναμε εμείς απ΄ έξω, με την ίδια ρωγμή στην ψυχή.

Τελευταία στάση με το τελευταίο χάδι του ήλιου στον «Πεντάλοφο», το ονομαστό κεφαλοχώρι στην περιοχή,  που δέσποζε στο πέρασμα  του δρόμου από την Μακεδονία στην ΄Ηπειρο. Διατηρητέος οικισμός τώρα συγκεντρώνει την ζωή των κατοίκων της περιοχής παρέχοντας υπηρεσίες και σχολείο στα παιδιά της περιοχής. Την ταβέρνα την άφησα τελευταία μιας και οι ταβέρνες ακολουθούν πάντα στο τέλος με κρασί καλό και φαγητό σπιτικό, που κράτησε μέχρι το σούρουπο. Φτου! Πάλι βράδυ θα φτάσουμε.