Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς
Φωτογραφία Εξώφυλλου: Γεωργία Παπαδοπούλου

Σαν καβαντζάρεις τον κάβο έχοντας στα ζερβά σου την βαριά σκιά τ’Ολύμπου θα την δείς. Ξαπλωμένη στο πλάι  λιάζεται ηδυπαθώς με τον αγκώνα της στην δύση και τα ποδάρια της ανατολικά, εκεί που στριμάρει η όστρια και βγαίνει στο μικρό Καραμπουρνού. Κείται εκεί  στην απόληξη του βόρειου κάμπου που διαφεντεύει ο Βαρδάρης αιώνες τώρα, από τότε που ΄κανε αρχή, ο σφετεριστής καιροσκόπος Κάσσανδρος καλοπιάνοντας την γυναίκα του. Θεσσαλονίκη την είπε, μιας κι η μάνα της ήταν πριγκηπέσσα των Θεσσαλών και  5η σύζυγος του αθεόφοβου Φίλιππου, πατέρα του Μεγαλέξανδρου.

 Αδιάφορη και σίγουρη για την ομορφιά της, παλιά εταίρα στο κουρμπέτι των καιρών που δέχτηκε πολλούς αφέντες στο ζνίχι της  καταφέρνει με την γλύκα της, να ξεγελάσει ακόμη και τους ποιητές που ύμνησαν διαχρονικά την σαγήνη της, ξεχνώντας πολλά που έκρυβε στα σωθικά της. Λες και κατάρα την κατέτρεχε γιατί παρά τα στολίδια της, δεν έγινε ποτέ της αρχόντισσα αλληθωρίζοντας  στην ανατολή και ύστερα και για πάντα, προς στον νότο. 

Το «συν» στις προσωνυμίες της ήταν πισώπλατο μαχαίρι στην ματαιοδοξία της και ίσως η αιτία που εξέθρεψε την συμπλεγματική της φύση. Έμαθε να καρτερεί όμως, απλώνοντας τις φτερούγες της σαν κλώσσα που στην ζεστή αγκάλη τους ήρθαν και φώλιασαν  όλες οι φυλές των κατατρεγμένων. Πλούτισε πουλώντας τις πραμάτειες της στις τέσσερις γωνιές του κόσμου και έγινε καρφί στο μάτι αλλόθρησκων και ομόθρησκων που βίασαν το κορμί της αρκετές φορές. Πότε την έλεγαν Σαλονίκη, πότε Solun ή Selanik κατά πως την όριζαν οι εκάστοτε αφεντάδες της, μα αυτή από αρχαία βασιλική γενιά κράτησε στον κόρφο της το μυστικό της και το 1913 το έβγαλε περήφανη στον κόσμο. Θεσσαλονίκη ήταν πια και μπολιασμένη αργότερα από τους κυνηγημένους της Μικράς Ασίας μεγάλωσε και έγινε μητρόπολη του Βορρά.

Μεγάλωσε μόνο αριθμητικά από τις μυρμηγκιές των ανθρώπων, γιατί στο βάθος έμεινε αυτό που πάντα ήταν. Φτωχοπαίδι, που από αυτοπαρηγορητική  έπαρση έκανε φλάμπουρο την μιζέρια της και την πέρασε έτσι στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων που χρειάζονταν σημείο αναφοράς, στην  εξόφληση των ενοχικών συμπλεγμάτων της κρατικής τους εξουσίας. Ποτέ της δεν έγινε κοσμοπολίτισσα και οι αέρηδες της εσπερίας άφηναν αδιάφορους τους εξαθλιωμένους, που μετά από δυο πολέμους συνέχιζαν να πυκνώνουν τις τάξεις των ταλαίπωρων που πάλευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Έθρεψε και τέρατα μέσα της, λουφάζοντας στο έγκλημα του πογκρόμ το ’31 εναντίον του Εβραϊκού της κομματιού, γέμισε τα κελιά του «Γεντί Κουλέ» με Έλληνες και αργότερα στον φόνο της «Σπανδωνή» γύρισε την πλάτη, για να κοιμηθεί ήσυχη από τότε, αδιάφορη για το αυγό του φιδιού που κρύβεται ακόμα στην στρωμνή της. Αυτή, που πάντα ήταν με τους κατατρεγμένους.

Πορεύτηκε όμως, μέσα από δύστηνους καιρούς κρατώντας την αρχαία της μαγιά και σε πείσμα όλων έφθασε στο σήμερα. Μεγαλούπολη και φτιασιδωμένη, κορδακίζεται, βλέποντας την  φάτσα της  στα νερά του Θερμαϊκού που περιμένει κι αυτός τον Βαρδάρη να λαγαρίσει τα νερά του. Κράτησε όρθια τα τοπόσημα της για να θυμάται και η ίδια το παρελθόν της και βυθίζεται ανεπαισθήτως στην σούπα της παγκοσμιοποίησης  για να μην την ΄πούν οπισθοδρομική.

Άντε και μείς περήφανοι κι ωραίοι βαλθήκαμε να αφήσουμε την ψηφίδα μας στο τελάρο της χιλιοειπωμένης της εκδοχής σαν πόλη θαυμαστής και ξακουστής, που σαν καβαντζάρεις τον κάβο του Καραμπουρνού και σκύψεις να δείς την πλώρη να σκίζει το σκοτεινό νερό του,  μπορεί να ΄κούσεις τον «Μαραμπού»  να σου ψιθυρίζει στο αυτί… «Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη. Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου ‘πες “σ’ αγαπώ”. Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι, μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépôt.»