Φωτογραφία Εξώφυλου: Μαρία Σπυριδοπούλου
Κείμενο: Χάρης Πουρουζίδης

Bitola (Μοναστήρι)

Οι αραιοί ήχοι πριν την αυγή μας τύλιξαν, πέντε στο σύνολο, καθώς φορτώναμε τον εξοπλισμό μας. Ο προορισμός γνωστός μα διόλου ευκαταφρόνητος. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται μια διπλή εξερεύνηση της ιστορίας και της σύγχρονης ζωής πέρα από τα σύνορα στη Βόρεια Μακεδονία και πίσω στην Ελλάδα. Ο αέρας δονούταν από την ήσυχη προσμονή των καλλιτεχνών που επρόκειτο να συναντήσουν τη μούσα τους.

Πρώτη στάση, η Bitola, μας υποδέχτηκε με την απαλή, αιθέρια λάμψη της χρυσής ώρας. Καθώς ο ήλιος ανέβαινε, βάφοντας τις νεοκλασικές προσόψεις της πόλης σε αποχρώσεις βερύκοκου και χρυσού, ο φακός άρχισε να ζωντανεύει. Κάθε κλικ του κλείστρου αποτύπωνε μια φευγαλέα στιγμή: την επιβλητική αξιοπρέπεια των κτηρίων λουσμένων στο αναδυόμενο φως, τον αβίαστο ρυθμό των ανθρώπων που περπατούσαν στον κεντρικό πεζόδρομο με τις σιλουέτες τους να απλώνονται μακριές και λεπτές. 

Το Τζαμί της Παλιάς Αγοράς και οι πανύψηλοι μιναρέδες του στέκονταν φρουροί, ένα διαχρονικό ορόσημο ενάντια σε έναν σύγχρονο ουρανό. Επικεντρωθήκαμε στις περίτεχνες λεπτομέρειες της αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, τις χαριτωμένες γραμμές και τη ξεθωριασμένη αίγλη που μιλά σιωπηλά για μια περασμένη εποχή. Ο ποταμός, μια ασημένια κορδέλα που έκοβε την πόλη στη μέση, προσέφερε με τη ροή του μουσική στα αυτιά και ζωή στα ξεχασμένα νεοκλασικά της παλιάς εμπορικής γειτονιάς των Ελλήνων. Για ώρες, περιπλανηθήκαμε στους δρόμους, απαθανατίζοντας την πολύχρωμη ταπετσαρία της πόλης καθώς μεταβαλλόταν από την ήσυχη πρωινή ατμόσφαιρα στην πολυσύχναστη ενέργεια του πρώιμου απογεύματος.

Ηράκλεια Λυγκηστίς

Αφήνοντας τον σύγχρονο παλμό της Μπίτολα, η επόμενη στάση μας ήταν στην αρχαία καρδιά της περιοχής και τον αρχαιολογικό χώρο της Ηράκλειας Λυγκηστίδας. Εδώ, ανάμεσα στα ερείπια, ο χρόνος γυρνά προς τα πίσω. Το απογευματινό φως σκληρό στις άκρες των πεσμένων κιόνων και των ψηφιδωτών δαπέδων, φώτιζε επίσης και τα φαντάσματα μιας αυτοκρατορίας.

Κινηθήκαμε με ένα διαφορετικό είδος σεβασμού. Τα προηγούμενα θέματά ήταν η ζωντανή, αναπνέουσα πόλη μα εδώ προσπαθήσαμε να απαθανατίσουμε τις σιωπηλές αφηγήσεις της ιστορίας. Ο ευρυγώνιος φακός αγκάλιασε τα εκτεταμένα θεμέλια των βασιλικών και των θεάτρων, οραματιζόμενος το μεγαλείο που κάποτε υπήρχε. Ο ήλιος, τώρα ψηλότερα στον ουρανό, έριχνε δραματικές σκιές που τόνιζαν το βάθος και την υφή των ερειπίων, επιτρέποντάς το παιχνίδι με το φως και τα σχήματα με έναν διαφορετικό τρόπο. Ήταν ένα προσκύνημα όχι μόνο για τη φωτογραφικές μηχανές, αλλά και για τις ψυχές μας έτσι όπως συνδεθήκαμε με την αιώνια κληρονομιά της ανθρώπινης προσπάθειας.

Φλώρινα

Καθώς το απογευματινό φως άρχιζε την απαλή του κάθοδο, η ομάδα πέρασε πίσω στην Ελλάδα, για να βρεθεί στη αγαπημένη Φλώρινα. Ο ρυθμός της ζωής ξεδιπλώθηκε για άλλη μια φορά μπροστά στους φακούς μας. Αποτυπώσαμε τα ίδια στοιχεία που είδαμε στη Μπίτολα, τη φιλικότητα των ανθρώπων στους δρόμους, τον ξεχωριστό χαρακτήρα της τοπικής αρχιτεκτονικής, και την πάντα παρούσα ομορφιά του ποταμού που αντικατόπτριζε τον ουρανό.

Η επανάληψη του ταξιδιού στη Μπίτολα και τη Φλώρινα, διανθισμένη από την αρχαία μεγαλοπρέπεια της Ηράκλειας Λυγκηστίδας, ήταν για άλλη μια φορά κάτι περισσότερο από μια απλή συλλογή εικόνων. Ήταν μια αισθητηριακή βύθιση, ένας διάλογος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ δύο εθνών που συνδέονται γεωγραφικά και ιστορικά. Μέσα από το κοινό μας πάθος, είχαμε υφάνει εκ νέου μια οπτική αφήγηση, μια απόδειξη της αιώνιας ομορφιάς που βρίσκεται τόσο στο μεγαλειώδες όσο και στο καθημερινό. Φτάνοντας στο τέλος του ταξιδιού, τα “φιλμ” μας γεμάτα, έφεραν όχι μόνο φωτογραφίες, αλλά και μια πλουσιότερη κατανόηση της γης και των ανθρώπων της, αποδίδοντας σε εμάς μια αληθινή «Pixelοαπόδραση» της ψυχής.