Εξώφυλλο: Χάρης Πουρουζίδης

Κείμενο: Χάρης Πουρουζίδης

Τα «Κρυμμένα Χωριά» δεν βρίσκονται πάνω σε χάρτες. Κι αν τυχαίνει το όνομά τους να γράφεται ακόμα με ξεθωριασμένα γράμματα σε πινακίδες που λυγίζουν από τον αέρα, είναι γιατί κάποτε κάποιοι αρνήθηκαν να τα ξεχάσουν. Είναι χωριά που τα αγκαλιάζει η ομίχλη νωρίς το πρωί, με σπίτια πέτρινα, αγκαλιασμένα από άγριους κισσούς και σιωπές. Εκεί, το φως σέρνεται πάνω στα καλντερίμια, σαν να προσπαθεί να ξυπνήσει μνήμες που κοιμούνται κάτω από τις πλάκες. Οι άνθρωποι που ζουν ακόμα εκεί, ή που επιστρέφουν μονάχα τα καλοκαίρια, κουβαλούν πρόσωπα που δεν διαβρώθηκαν από το αστικό άγχος· βλέμματα γεμάτα βάθος, καθαρά σαν βρύσες του βουνού. Ο φακός μας στάθηκε απέναντί τους χωρίς να ζητήσει τίποτα· μονάχα κοίταξε. Κι εκείνοι, χωρίς να φοβηθούν, του παραδόθηκαν με τη σιωπηλή αξιοπρέπεια ανθρώπων που έμαθαν να σιωπούν χωρίς να χάνουν το λόγο τους.

Κάθε φωτογραφία αυτού του πρότζεκτ είναι ένας ψίθυρος από το παρελθόν. Ένα κλείσιμο του ματιού από έναν κόσμο που επιμένει να υπάρχει, πεισματάρης μέσα στην παρακμή του. Οι εγκαταλελειμμένες αυλές με τα σπασμένα παράθυρα δεν είναι απλώς μνημεία ερήμωσης — είναι το στήθος μιας μνήμης που ακόμα ανασαίνει. Ένα κάδρο με μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα δεν είναι απλώς αισθητική επιλογή· είναι ερώτημα: ποιος πέρασε, ποιος έφυγε, ποιος έμεινε και γιατί. Σταθήκαμε μπροστά τους σαν προσκυνητές και όχι σαν φωτογράφοι. Δεν θέλαμε να κλέψουμε εικόνες. Θέλαμε να ακούσουμε. Και μέσα από το οφθαλμοσκόπιο, άρχισαν οι φωνές να ακούγονται. Χαμηλόφωνα. Γλυκά. Όπως μιλούν τα χωριά όταν δεν τα κοιτά κανείς.

Το «Κρυμμένα Χωριά» είναι μια διαδρομή προς το μέσα μας. Σαν να περπατάς σε μονοπάτι που σβήνει και ξαναγεννιέται σε κάθε σου βήμα. Εκεί όπου ο χρόνος είναι πιο βαρύς αλλά και πιο τίμιος. Σ’ αυτά τα μέρη οι πέτρες κάτω από τα πόδια μας θυμούνται περισσότερα από εμάς. Οι τοίχοι, όσο κι αν ράγισαν, δεν έχασαν τη φωνή τους και το συναίσθημα της επιστροφής πίσω σ’ αυτό που λέμε σπίτι είναι δυνατό. Όχι σε ένα σπίτι με τοίχους και στέγη, αλλά σε κάτι πιο ουσιαστικό — στην ιδέα του ανήκειν. Ίσως τελικά, όλοι μας να ψάχνουμε το δικό μας κρυμμένο χωριό. Έναν τόπο που να μη χρειάζεται να εξηγήσεις ποιος είσαι για να σε δεχτεί. Αυτός ο κύκλος φωτογραφιών είναι το δικό μας γράμμα σε εκείνους τους τόπους. Ένα γράμμα δίχως αποστολέα, αλλά γεμάτο νοσταλγία, ευγνωμοσύνη και μια παράξενη αίσθηση πως ακόμα κι αν όλα χαθούν, κάτι θα μείνει πίσω. Κάτι πιο δυνατό από την εικόνα: η μνήμη.

Χάρης Πουρουζίδης

Μαρία Σπυριδοπούλου

Δάνης Παπαγιαννούλης

Δημοσθένης Σεϊταρίδης