Φωτογραφία εξώφυλλου: Ευτύχιος Τσαουσίδης
Κείμενο: Νίκος Κακαγιάς

Είναι κάτι παράξενες μέρες που ο ήλιος αργεί, αργεί πολύ και όταν προβάλλει είναι χλωμός και μουντρούχος. Κάπως έτσι τον αντικρίσαμε εκείνο το πρωινό πάνω από το Μαυροβούνι και κοιταχτήκαμε όλο ερωτηματικά. Κάποιοι σχολίασαν για κακούς οιωνούς, κάποιοι κάγχασαν και όλοι μείναμε ενεοί όταν ξετυλίχτηκε στο φώς, το σκηνικό που ΄κρυβε η νύχτα. Το νερό ακίνητος καθρέπτης έπαιρνε μαβί χρώμα στις εσχατιές και ζεστό αιμάτινο εκεί που έπεφταν πιο κάθετες οι σαϊτιές του στρατηλάτη. 

Κουφάρια με ανυψωμένους στεγνούς βραχίονες σε τελευταία, πλην μάταιη ικεσία, ορθώνονταν καταμεσίς της υδάτινης ακινησίας που φεύ, μας έδειχνε την καλότροπη μορφή της. Οι αντανακλάσεις τους διαγράφονταν με ανατριχιαστική λεπτομέρεια δημιουργώντας στο τέλος είδωλα και αντικείμενα ενιαία σε μια μορφή, που σκότιζαν το βλέμμα και δημιουργούσαν αμφιβολίες που μόνο η δεύτερη σκέψη αποκαθιστούσε στην σωστή τάξη πραγμάτων.

Ο φακός όμως δίχως ίχνος  συναισθήματος, κατέγραφε εικόνες που πέρα από την απόκοσμη ομορφιά τους ανέδιδαν την γλυκερή μυρουδιά της σήψης και την ανημποριά της απόγνωσης. Οι σιωπηλές κραυγές των σκελετών στο σκληρό φώς, τόνιζαν το μέγεθος της ανθρώπινης αβελτηρίας και υπενθύμιζαν με τον πιο οδυνηρό τρόπο την τύχη των επικυρίαρχων που πιστεύουν πως διαφεντεύουν την πλάση.

 «Ντάνιελ» τον ονομάτισε η ανθρώπινη ανοησία που νομίζει ότι μπορούν να μετρηθούν με ανθρώπινα μέτρα τα τερτίπια της φύσης. Ο «Ντάνιελ» το λοιπόν, ενέσκηψε φοβερός τιμωρός και «εν μία νυκτί» ξαναπήρε πίσω όσα το μακρινό 1963 του αφαίρεσαν οι άνθρωποι. Ξαναγέμισε την λακούβα εκεί στα βορειοδυτικά του Βόλου γκρεμίζοντας αυταπάτες και αποστερώντας από χιλιάδες ζωές, την ματιά τους στο μέλλον. Ξανάγιναν λοιπόν τα «Κανάλια», αυτό που το όνομα του μαρτυράει. Μόνο, που τώρα που σκέβρωσαν οι παλιές βάρκες και στέγνωσαν οι μνήμες της ψαράδικής ζωής, το μόνο που απέμεινε είναι οι αναμνήσεις.

Αυτές φύλαγαν με κόπο και σεβασμό απέραντο, οι ντόπιοι, στην μεγάλη αίθουσα που κρατούν ανοικτή σαν χρέος στις γενιές όσων απομείνουν να τις διακονούν. Ένας χώρος που το μέγεθος του εκπλήσσει για τα τοπικά δεδομένα και διατρανώνει την ακάματη θέληση τους να δείξουν τον πλούτο της πολιτισμικής τους παράδοσης σε όσους θέλουν να τον νιώσουν. Ταπεινοί και συντετριμμένοι εμείς απομείναμε με ανοικτό στόμα για τα όσα κρύβει ο πολύπαθος τόπος και για το μέγεθος της απαντοχής των μικρών ανθρώπων, που βλέπουν διαχρονικά την καταστροφή των κόπων τους να συμβαίνει συνεχώς  από τις παλινωδίες της ανερμάτιστης πολιτικής εξουσίας. Μιας εξουσίας που «τις οίδε», ποια μελέτη σκοπιμότητας ακολούθησε και στέρεψε την λίμνη μετατρέποντας τους ψαράδες σε αγρότες, με το έτσι θέλω και εν μία νυκτί.

Ο βυθός βαπτίστηκε κάμπος και δόθηκε για  εκμετάλλευση, χωρίς τίτλους κυριότητας. Μετά από καμιά σαρανταριά χρόνια και αφού εν τω μεταξύ ο κάμπος που αποδόθηκε αποδείχτηκε στέρφος, αλλοιώνοντας συγχρόνως δραματικά το μικροκλίμα της περιοχής, ακολούθησε αναθεώρηση της αρχικής απόφασης. Αποφάσισαν λοιπόν την ανασύσταση της λίμνης. Όλης; Όχι. Έδωσαν αποζημιώσεις; Μα, όχι αφού δεν υπήρχαν τίτλοι κυριότητας. Την έκλεισαν λοιπόν μέσα σε στεγανά αφαιρώντας σχεδόν το 40% της επιφανείας της γιατί λέει, νόμιζαν ότι δεν θα ξαναγέμιζε ποτέ. Η Νέμεσις όμως είχε κι αυτή όνομα και μια βραδιά ξαναπήρε πίσω όλη την έκταση μαζί μ αυτήν που έκλεισαν έξω από τα στεγανά του ταμιευτήρα -sic- οι άφρονες και απόμειναν οι έρμοι να βλέπουν το βιός τους να επιστρέφει στο νερό.

 Δεν χειροκροτήσαμε την παρουσίαση που βλέπαμε να διαδραματίζεται στο μόνιτορ σαν άνοιξε το φώς, αρκετοί μάλιστα πίστεψαν πως η εναλλαγή ήταν που έφερε την υγρασία στα μάτια. Στο τέλος όμως υποσχεθήκαμε να βγάλουμε στο φώς όσα είδαν οι οφθαλμοί μας και άγγιξαν την καρδιά μας.

Μια καρδιά όμως που έμεινε και στην άλλη όψη, την απαστράπτουσα την ζεστή και όμορφη, στην όψη της ζωής που υπάρχει στα πέριξ αυτού του όμορφου τόπου, που σε παλιότερες επισκέψεις μας άφησε να δούμε το χαμογελαστό του πρόσωπο. Αυτή είναι η Κάρλα που αγαπάμε να βλέπουμε και θέλουμε να ξαναγίνει. Πηγή ζωής και ομορφιάς.

Ευχαριστούμε θερμά το  Μουσείο Λιμναίου Πολιτισμού Κάρλας και τον Σωτήρη Γκανάτσιο για τη ζεστή φιλοξενία και τη ξενάγηση .